Athens

Athens
Athens

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Love (and read) me if you dare

    Mια απ' τις υποσχέσεις που έδωσα για το 2016 ήταν να λέω τα πράγματα ως έχουν, χωρίς να κρύβομαι πίσω από μισόλογα, "ποιητικές" κενές εκφράσεις κι ανώδυνες αναφορές. Κι αποφάσισα να γράψω δυο τεράστια γράμματα στους ανθρώπους που με έχουν σημαδέψει, σ' εκείνον που έχω ερωτευτεί και σ' εκείνον που έχω αγαπήσει περισσότερο. Στα μάτια μου είναι γνωστό ποιο θεωρώ πιο εξευγενισμένο αίσθημα, οπότε θα ξεκινήσω μαζί σου. Στο χρωστάω άλλωστε... 

    Κάποτε ένας μορφονιός εξυπνάκιας με ρώτησε αν ένα ζευγάρι μπορεί να χωρίσει από υπερβολική αγάπη. Κι έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να εξηγήσει την ιστορία μας, στα πλέον ακατάλληλα αυτιά. Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά, λίγοι έχουν μια στοιχειώδη γνώση των πραγμάτων. Βαρέθηκα όμως. Έχω την ανάγκη να παραθέσω γεγονότα, πεζές, καθαρές κι όμορφες αλήθειες. Από φόβο μήπως τις ξεχάσω, μετά από τόσα χρόνια. Μην τρελαθώ κάποτε και με προδώσει η μνήμη μου. Έχω κάθε δικαίωμα πια... Μεγάλωσα (και μυαλό δεν έβαλα), μπορώ να κάνω πολύ ευκολότερα τις συγκρίσεις. Ακόμη κι αν έγραφα ένα βιβλίο κάποτε, θα κατείχες δικαιωματικά ένα απ' τα μεγαλύτερα κεφάλαια. Ας κάνω μια προσπάθεια λοιπόν, ταμπουρωμένη πίσω απ' το οπλοστάσιό μου που λέγεται πληκτρολόγιο, με καφεδάκι, μουσική και τσιγάρα. Να σου δώσω την αθανασία της γραπτής μορφής που σου αρμόζει, αντί για τα ψελλίσματα που έχω εκφράσει μερικές φορές σε ανάλογο κλίμα. Χωρίς περιστροφές. Γιατί ο κόσμος να φοβάται τόσο πολύ την αλήθεια;

   Υπάρχουν πολύ πιο μεγαλεπίβολες, γλυκές, ρομαντζάδικες ιστορίες. Αλλά είναι ένα κεφάλαιο απ' το οποίο δεν θ' άλλαζα ούτε μισό κόμμα, ακόμη κι αν ζούσα δυο ζωές.

   3 Οκτώβρη. Την ημέρα των γενεθλίων σου. Ένα κατάμεστο αμφιθέατρο, όπου μπουκάρει μια κοπέλα με άσπρα κοντοκουρεμένα μαλλιά κι αυτάρεσκο ευτυχισμένο χαμόγελο. Έχω περάσει ένα απ' τα ωραιότερα βράδια της ζωής μου με έναν άνθρωπο που ερωτεύτηκα απ' την πρώτη στιγμή, (ο δεύτερος παραλήπτης που λέγαμε) και η γενναιοδωρία της συναισθηματικής πληρότητας με οδηγεί σε μια άδεια καρέκλα των πρώτων σειρών, δίπλα σε μια σγουρή ξυρισμένη χαίτη με ματάκια χαμένα στο κενό. Σε συμπάθησα αμέσως. Ή μάλλον, σε αγάπησα πριν σε γνωρίσω.

- Ποτέ δεν κοιμάμαι στα ταξίδια με καράβι.
- Ούτε κι εγώ. Από Αθήνα είσαι; Ν' ανεβούμε μαζί αν είναι κάποια στιγμή.

Ούτε καλημέρα, ούτε πώς σε λένε, ούτε κάποια άλλη τυπική κουβεντούλα γνωριμίας. Κάποια πράγματα φαίνονται απ' την αρχή.

    Μου ήσουν εντελώς αδιάφορος εξωτερικά, όπως σου ήμουν κι εγώ άλλωστε, κατά τις μετέπειτα ομολογίες. Σ' ενοχλούσε το κεφάλι - σημαδούρα, τα σκουλαρίκια, η εκκεντρικότητά μου. Λίγες μέρες αργότερα είδα το πρώτο ίχνος θαυμασμού στα μάτια σου, ένα βράδυ που ντύθηκα και βάφτηκα στα μαύρα κι έμοιαζα λίγο περισσότερο με γυναίκα. Έτσι όπως μ' έβλεπες ανέκαθεν δηλαδή, φαινόταν ακόμη κι απ' την χροιά σου όταν έβαζες αυτή τη λέξη στην ίδια πρόταση με τ' όνομά μου. Δεκαοκτώ χρονών σκατό.
   Την πρώτη φορά που μπήκα στο σπίτι σου, το μετέπειτα "εξοχικό" μας, με δυο εισιτήρια στο χέρι και ένα κουτί γλυκά για να εξιλεωθώ που σε ξύπνησα, πήγα κατευθείαν στο κουζινάκι και μας έφτιαξα ελληνικό. Τα πάντα εκεί μέσα, απ' τα ντουβάρια μέχρι το βλέμμα σου, φώναζαν μια ζεστή καλημέρα. Ρουφούσα αχόρταγα κάθε λέξη, κάθε ενέργεια. Το μάτι μου έπεσε αμέσως σε ένα σχολικό τετράδιο, κρυμμένο στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης.
- Πάνο, γράφεις;
Χλόμιασες, άλλαξες τριανταδύο χρώματα πριν το γέλιο της αμηχανίας.
- Μην πεις κάτι... Ούτε ο κολλητός μου δεν το ξέρει.

  Το δικό μου σπίτι έγινε η "φωλιά". Συζητήσεις που δεν τελείωναν ποτέ πριν το χάραμα, όταν αποκοιμιόμασταν με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο που θα μπορούσαν να βολευτούν δυο άνθρωποι. Σαν γατιά που κουλουριάζονται ανάποδα, ο ένας στα πόδια του άλλου. Ποτέ δεν ξύπνησα πιασμένη δίπλα σου, ακόμη και τότε που μας είχε πάρει ο ύπνος σε ορθή γωνία, καθιστοί σχεδόν. Σου μιλούσα για τον έρωτα, και μου έδειχνες τη χαρά σου που με έβλεπες να λάμπω. Μου μιλούσες για μύχιες σκέψεις και βιώματα, προσπαθούσα να χαιδέψω τα δαχτυλίδια των μαλλιών σου που μάκραιναν και παρατηρούσα πώς άλλαζαν χρώμα τα μάτια σου αναλόγως με το τι ένιωθες. Πράσινο, μελί, καστανό, λαδί... Ένα καλειδοσκόπιο που στραφτάλιζε στο φως και τα θραύσματά του θόλωναν την κρίση μου. Τα λόγια μας ταυτίζονταν σαν καλοσυγχρονισμένη χορωδία και γελούσαμε. Κι είσαι ακόμη ο μόνος άνθρωπος που έχεις παρατηρήσει πως η φωνή μου πιάνει ασυναίσθητα δυο τονικότητες, αναλόγως σε ποιον μιλάω και γιατί.

"Το φως σου και το φως χορεύουν γύρω μας... Απίστευτος ο κόσμος, κι ο χαρακτήρας μας..."

   Όταν άρχισαν οι τρικυμίες στη σχέση μου, κράτησες ακριβώς τη στάση που άρμοζε. Μέχρι τη στιγμή που σε ανάγκασα να ομολογήσεις όσα ήξερες, επειδή κατάλαβα ότι μου έκρυβες πράγματα από ένστικτο, χωρίς να σε δω ή να σ' ακούσω. Μέχρι τη στιγμή που έσπασες και ξεγυμνώθηκες μπροστά μου.
- Μπορώ να σε φιλήσω;
- Βρε Πάνο μου... Έχει νόημα;
  Αλμυρό φιλί, κι εγώ άγαλμα ασάλευτο στην αγκαλιά σου, να φιλάω τα δάκρυα απ' τα μάτια σου. Πολύ καιρό αργότερα έμαθα πως την επόμενη μέρα ήπιες τόσο πολύ, που σε πήγαν στο νοσοκομείο. Η πρώτη και η τελευταία φορά, όσο ήμουν εκεί κοντά, που δεν σεβάστηκες και δεν πρόσεξες αρκετά τον εαυτό σου.

    Κάπως έτσι ξεκίνησαν δυο επικίνδυνα, δύσκολα, υπέροχα χρόνια. Οι παρέες, τα ξενύχτια, ο χαβαλές, ήταν μόνο το αλατοπίπερο στον μικρόκοσμο που είχαμε φτιάξει οι δυο μας. Τίποτα δεν μας άγγιζε και δεν μας αφορούσε. Σου έμαθα τους Muse, τους Metallica και τους Deep Purple, με μύησες στους Radiohead, το Σωκράτη και το Θανάση. Τα τραγούδια της Χαρούλας απέκτησαν άλλο νόημα όταν τα ξανακούσαμε μαζί. Και η "Μάγισσα", όπως με είχες ταυτίσει στο μυαλό σου, έμαθε λίγο νωρίς "Τι γλυκό (είναι) να σ΄αγαπούν". Κλεισμένοι στο οχυρό μας, περνούσαμε τον πιο ποιοτικό χρόνο που  μπορούσε να φανταστεί κανείς, ακόμη κι όταν δεν κάναμε απολύτως τίποτα δημιουργικό. Χάζευες τις πεντάχρονες αντιδράσεις μου με χαμόγελα περηφάνιας, μια μέρα ηχογράφησες το γέλιο μου, που ήταν τόσο δυνατό που μας έκαναν παράπονα απ' την απέναντι πολυκατοικία. "Παιζάκι μου! Αφού στο 'χω πει... Σε όποια ηλικία κι αν σε γνώριζα θα σε ερωτευόμουν"
   Κι όμως όλη αυτή η απλή, κακοστημένη, ανιδιοτελής ευτυχία είχε μελανιές απ' τη σκιά στα μάτια σου. Τις στιγμές που αρκούσε ένα δευτερόλεπτο για να χάσεις τον κόσμο, να ψάχνεις κρυμμένα νοήματα στο χάος. Ήμουν ο επίλεκτος (και μοναδικός) θεατής της καταθλιπτικότητάς σου. Με τιμούσες. Σου μιλούσα για τα κουτάκια της λογικής που είχες ανάγκη, σε μάλωνα, σε κανάκευα, προσπαθούσα να σε αντιμετωπίσω με τα εφόδια που μου είχε δώσει το παρελθόν μου. Ήταν ένα τοπίο που ήξερα να το περπατήσω. Κλείδωνα τις πόρτες κι έκρυβα τα κλειδιά για να μη βγεις έξω εκείνες τις ώρες, πίστευα πως η αγάπη μου αρκούσε να καλύψει και τα κενά του δικού σου αυτοσεβασμού. Ώσπου ένα βράδυ άφησες στο τραπεζάκι τα δικά σου κλειδιά, το κινητό, άνοιξες την πόρτα, μου έδωσες ένα φιλί αποχαιρετισμού και δεν είχα τη δύναμη να σε κρατήσω. Στο μυαλό μου ήταν όλα ένα βουητό, οι σκέψεις κομματιασμένες, πεταμένες στη θολούρα. Να κάνω τι; Πού να ψάξω να σε βρω; Είχε νόημα; Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, όταν κάποια στιγμή άκουσα ένα χτύπημα. Μου χάρισες με κόπο ένα αχνό χαμόγελο στο κατώφλι.
"Για να μάθεις πώς είναι τελικά να σ' αγαπάει κανείς πάνω απ' την ίδια τη ζωή του. Πάμε να κοιμηθούμε"
Κι αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά σου μ' ένα σιγανό, παραπονεμένο κλάμα ως το ξημέρωμα. Eίχες ένα σπανιότατο ταλέντο να αναγνωρίζεις τις στιγμές που ξεπερνούσα τα όριά μου. Και ως δια μαγείας, ανέσυρες μια δύναμη που κρατούσε και τους δυο μας όρθιους.

   Αρκετοί μας ζήλευαν. Στα μάτια των περισσότερων είμασταν ένα δυναμικό, ταιριαστό, αγαπημένο ζευγάρι. Εκείνο το βράδυ δεν κατάλαβαν ότι τσακωθήκαμε άσχημα για τις ζήλιες σου (γιατί δεν υπήρχε και κανένας άλλος σοβαρός λόγος). Είχαμε πιει και οι δύο πολύ.
- Άντε και γαμήσου, Γεωργίτσα...
Σ' ανέβασα στην πλάτη μου για να γυρίσουμε σπίτι. Σε ξέντυσα, σε ξάπλωσα στο κρεβάτι κι έμεινα καθιστή στο πάτωμα για ώρες, μέχρι να σιγουρευτώ ότι δεν θα πάθεις τίποτα στον ύπνο σου. Στήριζα το κεφάλι στην ντουλάπα για να μην πέσω, και σηκωνόμουν μόνο για να κάνω εμετό. Κάποια άσχετη στιγμή στην πλάκα, μετά από χρόνια, επαναλήφθηκε η ίδια εικόνα μ' ανάποδες θέσεις. Μ' έπιασε σύγκρυο.
- Πάνο μου, σήκω από 'κει σε παρακαλώ...
- Έχεις δίκιο, δεν το σκέφτηκα... Συγγνώμη.
- Γιατί, θυμάσαι τίποτα;
- Πώς είναι δυνατόν να το ξεχάσω;

   Ποτέ δεν ξανάφησα κάποιον να με βρίσει μες τα μούτρα, πολύ απλά γιατί δεν το άξιζαν τα δικά του. Στο εν δέκατο απ' τις δικές σου ζηλοτυπίες έκοβα το βήχα ή εξαφανιζόμουν. Κι όταν η παιδιάστικη ευχή "να βρω κάποιον που να χορεύει ένα ωραίο ζειμπέκικο για χάρη μου", έγινε κατάρα στα δικά σου βήματα, συνήθως βρίσκω γελοίο ή εντελώς αδιάφορο το θέαμα. Αυτά είναι τα "κατάλοιπά" σου, τα κατακάθια που άφησες στον καφέ μου. Ίσως χαίρομαι που δεν έχει βρεθεί, ή δεν θα βρεθεί ποτέ, εκείνος που θα με κάνει να κατεβάσω μονορούφι την κούπα.

   Κάποια στιγμή λύγισα. Πίστεψα πως δεν είχα άλλες αντοχές, είχα κουραστεί να σε υποστηρίζω στα μάτια όσων σε μίσησαν απ΄ την αρχή, χωρίς να ξέρουν τίποτε απ' όσα συνέβαιναν. Επηρεάστηκα απ' την προστατευτικότητα της μάνας μου, που άφριζε στη σκέψη ότι έφυγα απ' την Αθήνα για να καταλήξω πάλι στο ίδιο σπίτι μ' έναν μανιοκαταθλιπτικό. (Ασχέτως αν, χρόνια αργότερα, σε μια πολύ κακή της φάση, σε δικαιολόγησε και μου αποκάλυψε πράγματα που με έκαναν να κλάψω για τη δικαίωση που ζητούσα τόσο πολύ). Και καταλήξαμε μια μέρα να περπατάμε με τα χέρια σταυρωτά στις κωλότσεπες των τζιν μας, για να σχηματίζουμε το "Χ" των χωρισμένων, κατά το "Just married". Τόσο βλαμμένα είμασταν. Δεν σε άφησα να καταλάβεις τότε για ποιο λόγο έφυγα, είχα άπειρες τύψεις για να επιτρέψω κάτι τόσο ανήθικο. Ερχόμουν συνέχεια σπίτι σου και σε νανούριζα με παραμύθια για να κοιμάσαι χωρίς εφιάλτες, από εκείνους που ανατρίχιαζα στο άκουσμά τους. Ανέκαθεν έλεγες πολύ καλύτερα ιστορίες από εμένα βέβαια, ήσουν καταπληκτικός αφηγητής. Όμως το ταλέντο σου στα ψέματα το εξάσκησες αλλού, ευτυχώς. Εγώ ούτως ή άλλως δεν είχα ελπίδες. Πώς ακριβώς να κρυφτείς από ένα τυπάκι που είχε καιρό να σε δει και να σ' ακούσει, αλλά απ' τον τόνο της φωνής σου στο "καλησπέρα" κατάλαβε ότι είχες προσπαθήσει να προχωρήσεις τη ζωή σου ερωτικά με κάποιον;

   Δεν έμαθα να παραδίδω τα όπλα. Και δεν θα συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου να σε άφηνα από λιγοψυχιά. "Γωγία, θες να τα φτιάξουμε;", ένα χαρτί με κουτάκια πολλαπλής επιλογής από κάτω, η μόνη ταιριαστή επανασύνδεση σ' ένα τόσο ανορθόδοξο ζεύγος. "Αν υπήρχες θα σε χώριζα". Κι ένας νέος κύκλος, πιο ώριμος, πιο γλυκός. Που έκλεισε όταν έπαψα να σε θαυμάζω πια σαν άνθρωπο. Όταν οι ώρες που σε άκουγα να μιλάς για στόχους κι έλαμπαν τα μάτια σου, λιγόστεψαν επικίνδυνα. Αλλαγή προτεραιοτήτων. Ο δραστήριος και συνειδητοποιημένος άντρας έδωσε τη θέση του σε ένα εγωιστικό, άβουλο παιδί που υπήρχε πάντα από κάτω, αλλά έκανε πια αισθητή την παρουσία του όλο και περισσότερο. Η απόφαση κοινή. Και "η αξιοπρέπεια ενός ζευγαριού κρίνεται κυρίως στο χωρισμό".

   Κάπου εκεί άρχισε ο δικός μου κύκλος της υποβόσκουσας, επερχόμενης κατάθλιψης, με όλα τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που μπορεί να βρει κανείς στον ιατρικό οδηγό. Δεν ήταν πόνος ερωτικός αυτός, έρωτας ως γνωστόν δεν υπήρξε απ' την πλευρά μου ποτέ. Ήταν κάτι άλλο, πολύ χειρότερο. Ξέραμε πώς μπορούσαμε να διαλύσουμε ο ένας τον άλλο σε δευτερόλεπτα, κάθε μας συνάντηση οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή. Κι απ' τα έγκατα ανασυρόταν πάντα ο εγωισμός μου, την ύστατη στιγμή.

- Έχεις υποθερμία καρδούλα μου, 33 δείχνει το θερμόμετρο... Γι' αυτό δεν μπορείς να σταθείς. Αφού δεν θες να σε πάω εγώ, άσε με τουλάχιστον να πάρω τον Ιάσονα να σε πάει στο νοσοκομείο. Σε παρακαλώ...
- Σήκω και φύγε και μην το σκέφτεσαι. Τσακίσου.
- Εσύ μου 'λεγες ότι είμαι οικογένειά σου. Έτσι θα πετούσες τη μάνα σου στο δρόμο;
- Αν ξαναπιάσεις στο στόμα σου την οικογένειά μου, σου υπόσχομαι ότι θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις.
Κανείς δεν έμαθε τίποτα τότε. Και η λύση ήρθε από εκείνη που δεν θα πετούσα ποτέ στο δρόμο, όταν η Βασούλα μπορούσε ακόμη να ρίχνει σφαλιάρες.
- Το ξέρεις ότι κλαις και παραμιλάς στον ύπνο σου; Συνέχεια ακούω το όνομα του μαλάκα... Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά ψάξτο. Άμεσα, γιατί θα σε φέρω πίσω στην Αθήνα σηκωτή.

   Θέλαμε χρόνο για να βρούμε τις ισορροπίες. Κι όταν, λίγους μήνες αργότερα, βρέθηκα στην άλλη άκρη της Ευρώπης και μ' έψαχναν, γιατί χάθηκα περπατώντας στην Κοπεγχάγη ενώ σου απαριθμούσα για τρεις ώρες στο τηλέφωνο όοολα εκείνα που έβλεπα και θα σου άρεσαν πολύ, ενώ σκεφτόμουν τι δώρο θα σου φέρω, ημέρεψα επιτέλους. Και για πρώτη φορά δεν μου μαύρισες διακοπές στις οποίες έλειπες από δίπλα μου.

- Μαθαίνω μόνος μου κιθάρα. Για σένα κυρίως. Έχω παίξει σε 2-3 άτομα, αλλά... Αυτή τη στιγμή περίμενα. Θες να μ' ακούσεις;

   "Γιατί δεν τον χτύπησες; Γιατί δεν τον έβρισες; Πώς είναι δυνατόν αυτός ο ηλίθιος να είναι, ή να ήταν κάποτε ο άνθρωπος που περιγράφεις;" Πολύ ψυχοφθόρα διαδικασία να σε δικαιολογώ, να προσπαθώ όχι μόνο να μην γκρεμιστείς απ' το βάθρο μου αλλά να ανυψωθείς και στα μάτια εκείνων που δεν σε ήξεραν. Η ανασφάλειά σου ήταν η ευρύτερη αποδοχή. Και το τίμημα το πλήρωσες πολύ ακριβά. Σε ήξεραν όλοι, περνούσαν καλά μαζί σου, γελούσαν με τ' αστεία σου, αλλά η κοινή γνώμη ήταν η χειρότερη, ειδικά όσων θα έπρεπε να σε αφορά. Μερικοί σταμάτησαν ακόμη και να σου μιλάνε. Κι εγώ έπεφτα στην παγίδα σου και πίστευα πως ήταν άμυνα χωρισμού όλο αυτό, πως έπρεπε να έχω ενοχές. Σε προστάτευα και με προστάτευες. Τα βράδια που ήξερα ότι θα βγεις, τα μάτια μου δεν έκλειναν ποτέ πριν το χάραμα, την ώρα που ένιωθα ότι θα γυρίσεις. Όταν τύχαινε να βρεθούμε κάπου μαζί, σε συνόδευα με τ' αμάξι μου μέχρι το σπίτι σου, ή σιγουρευόμουν ότι δεν θα έπινες πολύ. Τις υπόλοιπες μέρες, απλώς έτρεμα.

- Σ' αγαπάω ρε γαμώτο... Σ' αγαπάω.
- Τράβα πάνω να κοιμηθείς ρε νούμερο. Και να δω το φως ν' ανάβει, ε;

   Οι ερωτικές σου περιπέτειες γίνονταν κάτι σαν θρυλικά ανέκδοτα. Λογικό, αν ένας άνθρωπος δεν κάνει ποτέ σχεδόν σεξ νηφάλιος. "Έχω πονέσει και γι' αυτό έγινα έτσι", είπες κάποτε σε μια απ' αυτές που νταραβεριζόσουν. Σ' ένα γλυκύτατο παιδί, το οποίο δεν σεβάστηκες ποτέ, όπως καμία απ' τις επόμενες, ούτε τη σταθερή σου σχέση, της οποίας τα κέρατα γκρέμιζαν τις πόρτες του Cien Tower εις γνώση της. Την άφηνες να κυκλοφορεί σχεδόν γυμνή δίπλα σου, όταν ρίχναμε κάποτε ιστορικούς καυγάδες για ένα κάπως ανοιχτό ντεκολτέ. Κι όταν σου είπα "μπράβο" που ελευθέρωσες λιγάκι το μυαλό σου, η απάντησή σου ήταν ένα ειρωνικό βλέμμα όλο πίκρα. Ίσως είχες αρχίσει να με μισείς. Πίεσες τον εαυτό σου να προχωρήσει, για να καταλήξεις να με "διαφημίζεις" στις επόμενες (τέτοια έλλειψη τακτ), σε βαθμό που η κοπέλα που προανέφερα να καταλάβει ποια είμαι, βλέποντάς μας δέκα δευτερόλεπτα στο ίδιο δωμάτιο. Για κακή σου τύχη, το υποκριτικό σου ταλέντο σε πρόδιδε άσχημα μπροστά μου. Για ακόμα χειρότερή σου τύχη, έγινε φίλη μου, ακριβώς επειδή μου είπε τα πάντα εξαρχής κι ήμουν η μόνη που δεν της είπα να σε στείλει στο διάολο. Γιατί πίστευα πως άξιζες τον έρωτα που δεν μπόρεσα να σου δώσω. Κι εσύ, βουτηγμένος στην άγνοιά σου, ένα βράδυ μας είδες έξω, κρυμμένες σε μια γωνιά, να της "μαθαίνω" τσιφτετέλι, έκατσες απέναντι με το μπουκάλι στο χέρι κι έπινες. Το ίδιο βράδυ που, αφού τους γύρισες όλους σπίτια τους, δεν με άφησες πρώτη φορά να οδηγήσω για να σε πάω στο δικό σου. Απ' το ραδιόφωνο ακουγόταν το "Φοβάμαι" του Τερζή, κι άρχισα να τραγουδάω για να χαλαρώσεις. Το θέαμα που αντίκρισα δεν ήταν σίγουρα η πρόθεσή μου: ένα πλάσμα να τρέμει και να σφίγγει κλαίγοντας τα δάχτυλα στο τιμόνι. "Πάει, αυτό ήταν, θα σκοτωθούμε". Ίσως να ήταν καλύτερο απ' αυτό που επακολούθησε, τον Παναγιώτη να παρακαλάει και να επιστρατεύει κάθε ίχνος συναισθήματος και γοητείας για να με πείσει να κοιμηθούμε μαζί. Δυο χρόνια μετά; Ναι, και εικοσιδύο χρόνια μετά.

-Τι σου έχει λείψει περισσότερο από μένα;
-Το σπιτάκι μας. Και να σε βλέπω να χορεύεις.

    Ό,τι υστερούσε το παρουσιαστικό σου το κέρδιζες επάξια με το λέγειν. Αυτό που δεν μπορούσες να χωνέψεις μαζί μου, ίσως ήταν το "όχι" που δεν άκουγες από πουθενά αλλού. Είχαμε σχεδόν το ίδιο παράστημα, τα ίδια κιλά, φορούσα άνετα τα ρούχα σου κι εκνευριζόσουν που παίζαμε ξύλο στην πλάκα και δεν μπορούσες να με κάνεις καλά. Απολύτως ισότιμοι αντίπαλοι, σε όλα μας.

"Όλα τα χρόνια που θα έρθουνε για σένα
Να είναι ήσυχα να `ναι ευτυχισμένα
Να `χεις αγάπη στην καρδιά σου, μη φοβάσαι
Όσο μπορείς να μ` αγαπάς, δικιά μου θα 'σαι."

   Ακόμη κι αν είχες τις καλύτερες των προθέσεων, οι ευχές σου δεν έπιασαν τόπο. Όταν σε συνάντησα εκείνη την εποχή που ξεκινούσαν τα ζόρια και παρατήρησες τα χέρια μου, χάρηκα που κατάλαβες γιατί φορούσα το βεράκι μας. Αν λείπει η παρουσία, ό,τι ασήμαντο, ό,τι μικροαντικείμενο πρόερχεται από έναν άνθρωπο που μας έχει αγαπήσει απεριόριστα δεν είναι παρά μόνο θετικός πόλος μιας ενέργειας που τυχαίνει να έχουμε μερικές φορές απόλυτη ανάγκη. Έσκυψες το κεφάλι για να μη σε δει να βουρκώνεις κανείς άλλος εκτός από μένα.

   Την τελευταία φορά που σε είδα φορούσες ένα δερμάτινο μπουφάν, σχεδόν ίδιο με το δικό μου. Δυο Καλουτάκια εν κινήσει στη μέση της πλατείας, δεν αντάλλαξαν μισή κουβέντα. Απλώς με κοίταξες και για ένα δευτερόλεπτο πάγωσαν όλα γύρω σου, οι περαστικοί στην εικόνα. Fade out. Για κάποιο λόγο ξέρω ότι δεν θα είναι πραγματικά η τελευταία. Αλλά για τον ίδιο λόγο δεν πρόκειται να σε ψάξω. Ακόμη και πέρυσι τέτοια εποχή, που μετά από χρόνια μέθυσα και σε μνημόνευσα, ένιωσα απέραντη ανακούφιση που είδα το βρισίδι του Πάνου το άλλο πρωί, τύπου "τι ήθελες μωρή και με πήρες τηλέφωνο νυχτιάτικα". Καθαρή τύχη.

    Ξέρω πως απ' τη στιγμή που ανέβηκες κι αντιμετώπισες κάποιες παρόμοιες καταστάσεις με σκεφτόσουν λίγο περισσότερο απ' όσο φαντάζομαι. Your entry to the real world, honey bee. Ξέρω πως, μετά από τόσα χρόνια, ερωτευτήκαμε, δεθήκαμε, αγαπήσαμε, καψουρευτήκαμε με την ίδια ζέση άλλους ανθρώπους, αλλά το "ουδείς αναντικατάστατος" καίει τις περγαμηνές του στην περίπτωσή μας. Ποιος μπορεί να καταλάβει μωρέ τη φτιαξιά τη δικιά μας; Ας τ' ανθρωπάκια να κλαψουρίζουν για αδελφές ψυχές, και να δίνουν μεγαλοπρεπή ονόματα στη συμβατικότητά τους. Ποια άλλη θα μπορούσε, μετά από ένα "ρομαντικό" δείπνο σε κινέζικο, να γιορτάσει την επέτειό σας σ' ένα κωλομάγαζο με σφηνάκια μέχρι κενού μνήμης, επειδή αποφασίσατε ότι είστε τόσο ευτυχισμένοι που αξίζει να γίνετε λιώμα; Ποιος άλλος θα μπούκαρε στο σπίτι μου σαν ταύρος, αδιαφορώντας για τα προσχήματα, και θα ορμούσε στην αγκαλιά μου μόνο και μόνο επειδή είδε ένα κακό όνειρο και θέλησε να βεβαιωθεί πως είμαι καλά; Πρόσφατα είπα πως φοβάμαι μην βρεθεί μπροστά μου κανένας άλλος σαν εσένα. Κι όμως, θ' άνοιγα διάπλατα πόρτες και παράθυρα να τον υποδεχτώ. Είναι συναίσθηση, όχι μαζοχισμός.
   Αν υποστηρίξουμε τη θεωρία του άλλου μισού, είναι άραγε άδικο να το συναντάς στα δεκαοκτώ κι όχι στα εικοσιπέντε, ας πούμε; Φυσική νομοτέλεια μιας χαζής λογικής.

- Μικροί είμαστε ακόμη μωρέ... Κάνε τις σχέσεις σου, πήδα ό,τι μπορείς να το ευχαριστηθείς, καμιά δεκαριά χρονάκια σου δίνω. Μετά εδώ θα είμαστε. Θα σε περιμένω...
- Μην λες τέτοια ούτε στην πλάκα, γιατί ξέρω πως είσαι ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο θα μπορούσε να συμβεί αυτό. Κι όπως κι αν έρθουν τα πράγματα, δεν πρόκειται να πάψω να σε λέω "γυναίκα της ζωής μου", όσα χρόνια κι αν περάσουν. Γιατί είσαι όντως η πρώτη γυναίκα που γνώρισα.

   Αυτό αρκεί, δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο.

 
  
   
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου