Athens

Athens
Athens

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Δυο ξενιτιές (ή "Safe in these arm[or]s")

    Ι am a travel girl, άι τράβελ ράουντ δε γουόρλντ... Νιανιανια. Το θυμάσαι; Το όνειρο κάθε χαζογκόμενας στα δεκαέξι, που θέλει να γυρίσει τον κόσμο. Και τι γίνεται όταν αρχίζει να πληρώνει η ίδια αυτές τις "βόλτες", με κάθε υλικό ή πραγματικό τίμημα;
   
    Αν έχεις συνηθίσει από νωρίς τους αποχαιρετισμούς αποκτάς μια στοιχειώδη ανοσία, αρκετά χρήσιμη για την κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια, που δεν προλαβαίνεις να κουνάς μαντίλια. Μ' αυτή τη λογική, θα 'πρεπε να μισώ τα αεροδρόμια κι οποιοδήποτε μέρος αποπνέει φυγή. Κι όμως τα λατρεύω. Θα μπορούσα να παρατηρώ για ώρες αυτό το μείγμα εθνικοτήτων, τα αδιάφορα γρήγορα βήματα, τα καλοραμμένα ταγιέρ, τις βιαστικές αγκαλιές, τις samsonite στους ώμους των σακακιών, τα βουρκωμένα φιλιά, τα χαμόγελα των ζευγαριών με τα εισιτήρια για την προσωρινή γη της Επαγγελίας. Και δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να ταξιδεύει κακοντυμένη ή απεριποίητη. "Μα γιατί να κάνεις μπάνιο, αφού θα μπεις στο καράβι;" Σιγά μην κάθεσαι να εξηγείς κάθε φορά πως ακόμη και η πιο απλή μετάβαση, το πιο ανούσιο ταξιδάκι είναι δώρο στον εαυτό σου, μια μικρή προετοιμασία ντυμένη με το αγαπημένο σου πουλόβερ. Φιλικές και οικογενειακές διακοπές, βόλτες "αναψυχής", μετακομίσεις. Σπάνια έβγαζα ανακοινωθέν ή ζητούσα από κάποιον να με συνοδέψει, μ' άρεσαν οι εκπλήξεις. Ίσως γιατί η πιο παιδιάστικη, ρομαντική φαντασίωση ήταν ανέκαθεν το χαμόγελο ενός προσώπου που δεν περίμενα ποτέ να δω στην έξοδο των Αφίξεων ή στην προβλήτα του λιμανιού. Κι όταν η φαντασίωση δίνει τη θέση της στην πραγματικότητα, οφείλεις να τιμάς την παρουσία με "τα καλά" σου. Να εκτιμάς πάντα όσους σε περιμένουν απροειδοποίητα σε εικονικούς ή πραγματικούς σταθμούς. Κι αν δεν ξέρεις το λόγο, θα στον μάθουν εκείνοι.

    "Μου 'χει λείψει η Αθήνα"
    "Είσαι καλά; Μήπως έχεις πυρετό;" η αντίδραση των εχόντων γνώση.
    "Άντε έλα πια! Παράγινε το κακό εκεί κάτω..." η αντίδραση κάποιου που σε γνωρίζει ελάχιστα.
     Straight to the point, αγαπητέ... Παράγινε, όντως.

    Ναι λοιπόν! Από πότε η παραδοχή έγινε ντροπή; Μου έλειψε αυτή η κωλόπολη. Μίζερα πρωινά που σφραγίζονται με αόρατα ηλιοβασιλέματα, για να καταλήξουν σε πολύβουες νύχτες, υπέροχους πολύχρωμους εφιάλτες με άγνωστη κατάληξη και χωρίς βιβλιαράκι οδηγιών. Μου λείπουν όλα.

    Ένας πιτσιρικάς στο λεωφορείο του αεροδρομίου, κάθε του κίνηση ανεπαίσθητη χορογραφία. Στρίπερ άρτι αφιχθείς απ' τη Μολδαβία όπου έκανε έκπληξη στην κοπέλα του, επιστροφή νικητή και ηττημένου. Σε κερνάει μισό πακέτο τσιγάρα στο Σύνταγμα όσο περιμένεις να έρθουν να σε μαζέψουν, παρέα με ιστορίες που αδιαφορείς για τα ποσοστά αληθείας τους, και λίγες μέρες μετά σε προσκαλεί στη Βαρκελώνη, βρήκε δουλειά για τη σεζόν. Αυτό ήταν το "καλημέρα" της βόλτας μου, πριν τις ματάρες του Αντώνη. Η κοπέλα που ήρθε απ' τη Βόρεια Κορέα μόνο για την συνέντευξη της Εmirates, με το αψεγάδιαστο ντύσιμο και το ακόμη πιο αψεγάδιαστο ειλικρινές χαμόγελο που σου φτιάχνει τη διάθεση. Το χάδι της Έλλης στην πλάτη μου, το πιο ισχυρό παυσίπονο που απελευθερώνει τους μυς και το μυαλό από κάθε αρνητική σκέψη. Ο άστεγος που ταίζει τα περιστέρια στον Εθνικό χωρίς περίεργα κι αδιάκριτα βλέμματα, όσο εσύ προσπαθείς να φωτογραφήσεις ένα πανέμορφο "κάτοικο" του κήπου που μοιάζει με χελιδόνι. Το γέλιο της Κυριακής, ειδικά όταν προηγούνται γουρλωμένα βλέμματα έκπληξης. Ο τρόπος με τον οποίο τονίζει τις φράσεις ο Θάνος όταν τον πιάνει το ενθουσιώδες του. Ο μπορντώ και οι κόκκινοι τοίχοι που έβαφα στο σπίτι στην Άρνης. Το "ματάρες μου!" της Βασούλας, όταν σπάνια μιλάει πια, πόσο μάλλον κανακεύει. Ακόμη και ο χλέμπουρας με το κουστούμι που ήρθε να μου αφήσει την κάρτα του για να του τηλεφωνήσω, με ντροπαλά οξφορδιανά αγγλικά Ηρακλειώτη, επειδή έπιασα την κουβέντα με κάτι Ιταλίδες στο μετρό και με πέρασε για ξένη, ή ο τύπος που καθόταν δίπλα μου στο αεροπλάνο και με ζάλιζε με μαλακίες για το πόσο γραφτό θα ήταν να ξανασυναντηθούμε. Το "καληνύχτα" της βόλτας μου. Αυτά τα μικρά πραγματάκια που δεν θα συνέβαιναν ποτέ εδώ. Όλα, όλα, όλα...

    Βαρέθηκα ν' ακούω το καθιερωμένο "μα αύριο φεύγεις;". Να γυρνάω συνεχώς το κεφάλι μου στη θέα μιας Έλλης που με παρατηρεί να φεύγω, να κοντοστεκόμαστε στις σκάλες του μετρό και να κοιταζόμαστε ώσπου να χάσει η μια την άλλη απ' τα μάτια της, σαν ερωτευμένο ζευγάρι. Θέλω αυτές οι αγκαλιές οι ρημάδες, οι σφιχτές, οι μεθυστικές, που κρατούν ευτυχισμένα πολύ αλλά βασανιστικά λίγο, να μην είναι αγκαλιές καλωσορίσματος κι αποχαιρετισμού. Θέλω να σταματήσει να κλωθοφέρνει στο μυαλό μου η έκφραση "πνευματική στασιμότητα", και ν' αντικατασταθεί με το "spiritual stability".

"Γυρεύουμε εντάσεις, Ζ;"
Ένας τρόπος για να χασκογελάς μόνη σου σαν ηλίθια στο δρόμο, αν στο πει ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή. Στην πόλη που θα σε χωρούσε μόνο αν έπαιρνες ένα σπίρτο και την έκαιγες συθέμελα. (Μην ακούσω την τυπική ερώτηση: Όποιος μετανιώνει για το τίμημα των επιλογών του, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια δειλή κάμπια με αλλεργία στο φως του ήλιου)
Ειλικρινά, δεν θυμόμουν ότι η πρώτη μου παιδική αγάπη μου 'χε κολλήσει αυτό το παρατσούκλι. Κι όταν ανακάλυψα προχτές ένα πάκο γράμματα με προσφωνήσεις και ζωγραφιστές πεταλούδες, γελούσα εξαιτίας σου. ΠΑΛΙ :) Πεταλούδα, Willwarin... Στα ουσιαστικά ζητήματα παίρνω προαγωγές με τα χρόνια. Το μόνο σίγουρο είναι πως, απ' τα 15 μέχρι τα 125, θα με συγκινούν μόνο οι άνθρωποι που γράφουν.
    
    Το είδα, το ένιωσα, το έζησα. Συλλέκτες μικρών και μεγάλων εμπειριών είμαστε, για να δώσουμε λίγο χρώμα στο μωσαικό μας, πετώντας τις κακοφορμισμένες ψηφίδες των απωθημένων. Το λες οπισθοχώρηση; Εγώ θα το πω ανασυγκρότηση στρατευμάτων. Κι ότι προτιμώ να ετοιμάζω τις βαλίτσες μου για μεγαλύτερα ταξίδια. Είτε είσαι δίπλα μου είτε όχι, σε λυπάμαι προκαταβολικά. :)

   

   
   

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

White and darker (k)nights for a farewell

    Κάπου στο μεταίχμιο, κάπου στο άγχος και την αμφιβολία, εκείνη τη στιγμή που βρίσκεσαι με το ένα πόδι στην έξοδο, είναι η καλύτερη για να κάνεις τα πιο βασικά ξεκαθαρίσματα. Καταρχήν στο κεφαλάκι σου, κι η "ατομική σου ενέργεια, κι ανάσα σου στα χείλη" να πάρει φαλλάγι και το περιβάλλον σου. Come on, then! Suck the poison out of your life, don't swallow it...

    "Για να δεις αν μια γυναίκα είναι όντως όμορφη, κούρεψέ την, ξέβαψέ την και δες την το πρωί όταν ξυπνάει". Ένας ιππότης χωρίς παράσημα κι αρχηγιλίκια, που σε μαθαίνει να κολυμπάς. Κι όταν τον διώχνεις, όταν θες να τον προστατέψεις από τις συνθήκες που σε αναγκάζουν να είσαι ταύρος μαινόμενος, το δικό του κόκκινο πανί γίνεσαι εσύ. Στο αποδεικνύει κάθε χρόνο, κάθε στιγμή που περνάει. Καλοζυγισμένες κουβέντες - βόμβες στ' οχυρό, στα κάστρα που θέλει να σου χτίσει ο ίδιος. "Θα 'θελα μια μέρα να σου αγοράσω το Σπίτι στο Ηράκλειο και να σε βάλω μέσα." Είσαι τυχερός γιατί με πρόλαβες, έστω και για λίγο, εκεί. Είσαι άτυχος γιατί ξέρεις πόσο μ' αρέσουν τα περίεργα παραμύθια με αβέβαιο τέλος, αυτά με τις καταραμένες πριγκίπισσες και τους δράκους που καίνε γέφυρες αντί να τις γκρεμίσουν. Θα μπορούσα να γράψω σελίδες για τις κουβέντες και για τις πράξεις σου, αλλά θα μείνω στα πρόσφατα και στα ουσιώδη. Η εισαγωγή ήταν ένα φιλί στ' ακροδάχτυλα, κι ένα "τιμή που που σε γνώρισα". Η ιστορία συνεχίστηκε ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ στο ''Red Lion", που τα δάκρυα χαράς σου για όσα έβλεπες κι άκουγες ήταν ένας λόγος να σ' αγαπήσω λιγάκι παραπάνω. Κι ο επίλογος είναι "Το να ξυπνάω και να σε έχω δει στον ύπνο μου και να έχει έρθει τέτοια αφρικάνικη ζέστη ξαφνικά σημαίνει 2 πράγματα. Τα πράγματα οδηγούνται σε ρήξη, ή εκτόνωση". Μα είναι επίλογος άραγε; Μπορώ να περιμένω τα πάντα πια. Κόκκινη αύρα, κόκκινο λιοντάρι, κόκκινο παλτό. Μ' αρέσει τόσο πολύ που μ' έχεις συνδυάσει στο μυαλό σου μ' αυτές τις αποχρώσεις. Κι ακόμη περισσότερο μ' αρέσουν οι λόγοι που μ' έχεις κάνει να κλάψω. Σου είναι τόσο εύκολο ρε γαμώτο...

    "Τον επισκίαζες. Σε φαντάζομαι μ' έναν άντρα με παράστημα." Είσαι υπερβολικά τυχερή αν έχει εμφανιστεί έστω κι ένας τέτοιος άνθρωπος στην πορεία σου. Εκείνος που κατασυμπαθούν οι γονείς σου, αλλά για κανέναν απ' τους αναμενόμενους λόγους. Φυσικά, η ειρωνική αδικία του σύμπαντος βγάζει πάντα τον έρωτα απ' την εξίσωση... Κι όταν μπερδεύτηκες απ' τα λόγια μου, απ' την ταύτιση του έρωτα με το αναθεματισμένο σκάκι, τόλμησες να φέρεις το δίμετρο ανάστημά σου στην πόρτα μου για εξηγήσεις. Με γνώρισες στα ζόρια. Έμεινες δίπλα μου στα ζόρια, όταν δεν το ζητούσα από κανέναν. Κι ένα βροχερό βραδάκι στην ξύλινη Blueprint, που μ' έπνιγαν οι επικίνδυνες σιωπές, κατηύθυνες μια φαινομενικά άσχετη κι ανώδυνη συζήτηση με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Μια Ζέτα να φωνάζει, να ωρύεται βασικά, και να χτυπάει το χέρι στο τραπέζι. Μετά από λίγο κατάφερα να δω τα γυρισμένα κεφαλάκια από δίπλα κι απέναντί μου ένα ζευγάρι φωτεινά γαλάζια μάτια, με το σαρδόνιο χαμόγελο της ικανοποίησης.
-Τι είναι; ΤΙ;;
-Τίποτα, σε χαζεύω... Μ' αρέσει να σε παρατηρώ. Έχεις καταλάβει πόσο το χρειαζόσουν;
(...) 

Πολύ καιρό αργότερα, απαίτησες να ντυθώ καλά για να με πας στο θέατρο. Χωρίς να καταλάβω ούτε η ίδια γιατί, σε περιμένω με γούνα και το καλό μου φόρεμα, όταν βλέπω στην εξώπορτα ένα "τζιν- αρβυλάκια" τύπο ντυμένο σαν γαμπρό, με κουστούμι και γραβάτα. Η διαίσθησή σου ήταν ένας μεγεθυντικός φακός για τα πιο ψιλά γράμματα. Ήξερες να φοράς στα συναισθήματα τα ρούχα που τους άξιζαν. Δεν τα έπνιγες με φόρμες, δεν τα καταχώνιαζες στην ντουλάπα. Τους φορούσες τα καλά σου και τα σεργιάνιζες στην ψυχή σου, για να γλυκάνεις τη δική μου. Μελένιο βλέμμα, μελένια δώρα. 


    Κάθε γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της πρέπει ν' αποδώσει κάποια στιγμή τα ευχαριστήρια σε ανθρώπους που την άγγιξαν χωρίς να την πονέσουν. Σ' εκείνους που την χαλιναγώγησαν, μόνο και μόνο για να πιάσει η ίδια τα γκέμια του ονείρου της. Που περίμεναν, στωικά κι αποφασιστικά, χωρίς ανταπόδοση, παρατηρητές του κενού. Που εμπνέουν τη σκέψη της, τις νύχτες της, τα λεγόμενά της μόνο με ζεστά και φωτεινά χρώματα.

    "Εδώ... Θα γυρίσεις εδώ... Θα 'σαι πάντα εδώ, δεν θ' αντέχεις εσύ πουθενά.."

    "Δεν με χαλάει ο δυναμισμός, ίσα ίσα. Έχω μεγαλώσει με τέτοια πρότυπα... Αν προτιμούσα κάτι για να πατάνε τα πόδια μου δεν θα 'θελα γυναίκα, θα 'παιρνα χαλί." Ουάου! Σκέφτεσαι όταν ακούς κάτι τέτοιο από ένα παλικάρι σχεδόν είκοσι χρονών. Γοητεύεσαι, γοητεύεις κι εν τέλει απογοητεύεις, όταν πάψετε πια να φοράτε τα "καλά" σας, ή οι συνθήκες σας γδύνουν. Κι έτσι έφτασα, ξεγυμνωμένη πια, να μεθάω με ούζο, να χορεύω ζειμπέκικα και να με πάνε πρώτη φορά σπίτι σχεδόν σηκωτή. Έγινες τόσο μικρός, που το μόνο που σου άξιζε ήταν μια μεθυσμένη νύχτα για να κλείσουν οι λογαριασμοί μας. Και μερικούς μήνες αργότερα, σε μια διόλου τυχαία συγκυρία, μου είπαν ότι είδαν το αμάξι σου σταματημένο στην άκρη του δρόμου, κοντά στη γειτονιά μας. Είχες ανοίξει την πόρτα του αμαξιού κι έκανες εμετό. Και η "αιτία" του "κακού" σε κρατούσε απ' το πλάι, σκυφτό. Πόσες τύψεις να χωράει άραγε μια αγκαλιά... Κάποτε σε πείραζα επειδή δεν είχες φτάσει ποτέ σε τέτοιο σημείο για μια κοπέλα, δεν είχες διεκδικήσει, δεν είχες δει τα όριά σου. Κι όταν τα ανακάλυψες, δεν ήμουν εκεί να σε κρατήσω. Και τώρα που η πραγματική μυρωδιά της "σκοτεινής πλευράς" έφτασε σαν πρωτόγνωρη ντεμπιτάντ στη μύτη σου, δεν μπορούσα να είμαι δίπλα σου. Χωρίς πόνο ή κακία, παρά μόνο συμπόνοια. Έγινα τόσο μικρή, που το μόνο που μου άξιζε ήταν μια νύχτα γεμάτη αλκοόλ. Μου τη χάρισες... Πάτσι. :)


    Κι επειδή με τα λανθασμένα συμπεράσματα έχει φοβηθεί λίγο το ματάκι μου τελευταία, ας πάμε στην κατακλείδα. Όχι ότι χρειάζεται βέβαια, τα απρόθυμα αυτιά αλλάζουν λίγο δυσκολότερα απ' το χρώμα των ματιών του Ανδρεάτου, αλλά ας κάνουμε μια τελευταία προσπάθεια...
   

     Ένας αφελής ή αδύναμος χαρακτήρας μπορεί να χειραγωγηθεί απ' τον οποιονδήποτε. Ο πραγματικά έξυπνος άνθρωπος όμως κατευθύνεται, επηρεάζεται κι οδηγείται μόνο από θετικές προθέσεις κι όμορφα συναισθήματα. Από την αγάπη κάθε μορφής, τον έρωτα, το φιλικό ενδιαφέρον... Ακόμη και χωρίς να υπάρξει αμοιβαιότητα, αναγνωρίζει εκείνους που προσπαθούν ν' ανασύρουν κοράλλια απ' το βυθό του. Η μιζέρια και η κακοβουλία τον εμπνέουν, έχουν θέση στις σκέψεις του μόνο όσο του επιτρέπει η αξία τους και η αδυναμία του. Ληξιπρόθεσμα δάνεια.

    Σκληρός χαρακτήρας δεν είναι εκείνος που έχει βγει "αλώβητος" από δύσκολες καταστάσεις, αλλά εκείνος που είχε ως αντίβαρα εκείνες ακριβώς τις στιγμές μία, ή αν είναι ακόμη πιο τυχερός, λίγες ψυχές σπάνιες. Χτίζει τα τείχη του με στέρεα υλικά, με αντισώματα θετικότητας. Επαινεί κάθε στιγμή τους ανθρώπους αυτούς, λάμπουν τα μάτια του από θαυμασμό όταν τους αναφέρει.

    Ειλικρινά πίστεψες πως είχα διάθεση να παλέψω μαζί σου;... Για ποιό λόγο; 

Πίστεψες πώς θα μπορούσαν να διαπεράσουν τους τέσσερις τοίχους μου λίγες κουβέντες αυτονόητες, που έχω ήδη σκεφτεί ή ακούσει; Αυτός είναι ο τρόπος που με "έμαθες", ή απλώς ξέχασες που μιλάς;
    Ειλικρινά πίστεψες πως δεν μπορούσα να σ' αντιμετωπίσω; Ήταν όμως προτιμότερο να σε αφήσω να "νικήσεις", σε μια μάχη που δεν έδωσα ποτέ. Το να εκφράζεις τις καθαρές, αυθόρμητες σκέψεις σου χωρίς επιθετικότητα, με βήματα οπισθοχώρησης, είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για να συνειδητοποιήσεις τι πλανάται στο μυαλό του άλλου. Εσύ μου το έμαθες το κολπάκι, το ξέχασες;...

    Τα κοινά βιώματα δυο ανθρώπων μπορεί να δώσουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι μοιάζουν. Αυτό που τους διαφοροποιεί τελικά, είναι τα αντισώματα με τα οποία φτιάχνουν τις άμυνές τους. Τα υλικά μου ήταν χώμα και κάρβουνο, μαζί με λίγα αστέρια, ή έστω αστερόσκονη που μεγαλοποιούσα επίτηδες, για να χτίσω πιο γερά θεμέλια. Δυστυχώς σου έλειπε το τελευταίο. Μεγαλώσαμε τόσο διαφορετικά... Προφανώς και δεν σε κατηγορώ. Είσαι υπέροχος άνθρωπος, και δεδομένων των συνθηκών, ίσως ό,τι καλύτερο θα μπορούσες να γίνεις. Κανείς απ' τους δυο μας δεν φταίει. :)

    Ξέρεις τι με τρόμαζε, περισσότερο απ' όλα; Πως δεν άκουσα ούτε μια φορά απ΄ το στόμα σου μισή καθαρά καλή κουβέντα για άνθρωπο, χωρίς το συνοδευτικό, ανασταλτικό "αλλά" από δίπλα. "Καλό παιδί αλλά ανασφαλής... αλλά έχει θέματα... αλλά οι απόψεις του είναι κολλημένες..." Έπρεπε να το καταλάβω εξαρχής πως θα επηρεαζόμουν και θ' ακολουθούσα σ' αυτό το γαιτανάκι, δεν ήταν η πρώτη φορά. Μ' έκανες να σχηματίσω λάθος εντυπώσεις για ανθρώπους, για να μου ρίξω μεγαλοπρεπή φάσκελα αφότου ξύπνησα. Με απωθούν οι άνθρωποι που θολώνουν την κρίση μου με σκούρα χρώματα αρνητισμού, αποσυντονίζουν τις κινήσεις μου... "Αν θες ν' αναδείξεις κάποιον, δεν χρειάζεται να το κάνεις κατηγορώντας, ή συγκρίνοντάς τον με κάποιον άλλο!" Και το μπορντώ γίνεται καφέ, αν ρίξεις μέσα λίγο παραπάνω μαύρο. Δεν θυμάμαι αν στο είχα πει, αλλά το γκρι και το καφέ είναι τα χειρότερά μου. Γουστάρω τις αντιθέσεις, αλλά δεν τα πάω καλά τα ημίμετρα. Είτε μιλάμε για ουσία, για χρώματα ή για τις αύρες των ανθρώπων.

Δεν είμαι περήφανη για πολλά πράγματα. Και συνήθως η αυτοκριτική μου γίνεται πολύ σαδίστρια όταν πιάνει το μαστίγιο. Αλλά σίγουρα η συνειδητή, επίπονη επιλογή να παραμένω λίγο στο ροζ συννεφάκι στο οποίο με ανέθρεψαν, δεν έγινε ποτέ λόγος για να τιμωρήσω τον εαυτό μου. Επιλογή που κόστισε, αλλά άφησε και πολύτιμα δώρα στα πόδια μου. Πληρώνουμε τα βερεσέδια και πάμε παρακάτω! :)

Masks fallen. Fade out...


    



   
    

   

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Στη χώρα του ανταγωνισμού

Κόκκινη κλωστή δεμένη, για άλλη μια φορά... Για να ξετυλίξουμε την ανέμη των σκέψεων, ας πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή.

   Από καταβολής κόσμου, η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους δεν τον έκανε τίποτα περισσότερο από μια ασήμαντη κόκκο άμμου στην απεραντότητα του σύμπαντος, επιζήμια για τη νομοτέλεια της φύσης. Και κάπως έπρεπε ν' αμυνθεί αυτός ο πανάχρηστος κρίκος της εξελικτικής αλυσίδας: Καλλιεργώντας την πηγαία ανάγκη να ξεχωρίζει, να είναι μοναδικός. Έτσι δημιουργήθηκε ο εγωισμός κι ο ανταγωνισμόοος... Πριν κόψετε τις φλέβες σας απ' την Κοελική ανάλυση επιπέδου Τρούμπας κι αυτοαναφλεχθείτε με τον "Κόσμο της Σοφίας" στο κεφάλι ως ένδειξη διαμαρτυρίας, ας περάσουμε στο ψητό.

    Υπάρχουν υγιείς τρόποι εκτόνωσης του ανταγωνισμού σε ισορροπημένα πλαίσια, με τρανταχτό παράδειγμα τον αθλητισμό. Εκεί συνήθως είναι πιο τυχερά τ' αγοράκια, που ενθαρρύνονται από μικρά προς αυτή την κατεύθυνση, με λάθος κίνητρα βέβαια αλλά για σωστούς εν τέλει λόγους. Και καθείς τα γούστα του... (Στη δική μου περίπτωση, θυμάμαι τη θέση μου μονίμως κλειδωμένη στο τελευταίο κατοστάρι του στίβου στη σκυταλοδρομία, και δεξιά επιθετικός στο βόλλευ, για να παίρνω αμέσως μετά τη θέση του σερβίς. Όχι βέβαια επειδή ήμουν γρηγορότερη ή καλύτερη, αλλά ήξεραν ότι ήμουν η πιο πεισματάρα, ειδικά σε αγώνες που φαίνονταν χαμένοι.)

    Και με τα κοριτσάκια τι γίνεται; Δυστυχώς η συχνή έλλειψη των παραπάνω "αντισωμάτων" τους μαθαίνει να σκέφτονται λιγάκι διαφορετικά, με πρώτα θύματα τις φιλίες τους. Αντιζηλίες, δράματα, ξεκατινιάσματα, όμοια ρούχα, κλάματα πάνω από ζυγαριές, παιδικούς κι εφηβικούς (κοινούς) έρωτες, πισώπλατα "μαχαιρώματα", το βούτυρο στο ψωμί μιας μακροχρόνιας γυναικείας φιλίας. Οι εξαιρέσεις σπανιότατες, απαιτούν κόπο και ψάξιμο. Είναι εκείνα τα πλάσματα που αντιλαμβάνονται πως ζηλεύεις κάτι, ΜΟΝΟ όταν πιστεύεις ότι μπορείς να το φτάσεις. Ό,τι βρίσκεται πολύ ψηλότερά σου δεν σε αγγίζει, το κάνεις χάζι, δεν μπορεί να σου δημιουργήσει φθόνο, παρά μόνο καθάρια, ανιδιοτελή συναισθήματα κι ευγνωμοσύνη που σε ανέχεται... Κάπως έτσι συμβαίνει και με τις γυναίκες της ζωής μου, σχέσεις δεμένες κι αλώβητες στην πάροδο του χρόνου, περίτρανη επιβεβαίωση του ότι μια μαλάκω σαν και του λόγου μου μπορεί να είναι ανεκδιήγητα τυχερή χωρίς να το αξίζει. Αν δεν έχεις νιώσει ποτέ την ανάγκη να παροτρύνεις αγαπημένη σου φίλη να ενδώσει σε φαινομενικό ενδιαφέρον άντρα για τον οποίο εσύ εκείνη την περίοδο κόβεις φλέβες, τσιγάρο, φαγητό και την αναπνοή μαζί, συγγνώμη που θα στο πω κοριτσάρα μου, αλλά δεν θα συννενοηθούμε σ' αυτή την παράγραφο. Παμ' παρακάτω.


   Και πότε τα δυο φύλα συντονίζονται απολύτως στην παρτίδα του καταστροφικού ανταγωνισμού; Όταν μπλέκουν μεταξύ τους, φυσικά. Οι καρποί όλων των εγωισμών βρίσκουν το πιο πρόσφορο έδαφος στην αρένα του ψεύτικου έρωτα. Ζηλεύεις από συνήθεια, μένεις πιστός από επιμονή κι επικαλούμενος μια σκάρτη ηθική, για να καθυποτάξεις τον άλλο μέσω της δήθεν "ανωτερότητάς" σου, προσπαθείς να επιβληθείς με τα λόγια και τις πράξεις σου. Παιχνίδια ανάληψης εξουσίας, πολεμικές ιαχές, διάθεση μαχητική. Κι ειδικά αν δεν είσαι εκείνος που ανοίγει την πόρτα για να φύγει, αρχίζει ο κανονικός πόλεμος. Ο εγωισμός σου κατασκευάζει Σπιλμπεργκικά σενάρια, κατηγορείς την επιλογή σου, αναιρώντας κι υποτιμώντας τον ίδιο σου τον εαυτό, ζητάς την εκδίκηση με φαινομενικά αθώα παιχνίδια που στήνεις στο μυαλό σου αλλά δεν σε οδηγούν ποτέ στο νικητήριο βάθρο. Κι όλα αυτά με μια τακτική άρθρου Cosmopolitan, "10 tips για να γυρίσει τρέχοντας στην αγκαλιά σας, αφού του έχετε κάψει το σπίτι αλλά δεν απαντήσατε σε τρία μηνύματα κι οκτώ αναπάντητες"... Ποιός σας τα 'μαθε αυτά, ρε γκραν γκινιόλ; Έχετε καλά ακροαστικά ή να πάρω το μηδέν; Ντροπής πράγματα, γαμώ το μυαλό σας.

   Η αγάπη είναι η σταγόνα της βροχής, νερό που κυλά ήρεμα και ξεπλένει κάθε μορφής εγωισμό στο πέρασμά του. Άλλοτε σαν χείμαρρος, άλλοτε γλυκά κι ανεπαίσθητα, ακολουθεί την δική της ατέρμονη πορεία και καταλήγει ποτάμι στο χάρτη της αθανασίας που της αξίζει. Κι αν εκείνη είναι το νερό, ο έρωτας είναι η φωτιά. Μια φωτιά που μπορεί να σε κάψει από επιθυμία, από πόνο, από ευτυχία, πόθο ή απωθημένο. Αν το μόνο που νιώθεις να σιγοκαίει μέσα σου είναι θυμός, απέχθεια κι εντάσεις αδιάφορες, τότε δεν λέγεται έρωτας. Μάθετε επιτέλους να βάζετε σωστές ταμπέλες στις καψούρες, τους ενθουσιασμούς και τα ερωτάκια. Μην περιφέρετε τεράστια πλακάτ με λέξεις τις οποίες δεν μπορούν να σηκώσουν τα χέρια σας, κάποια στιγμή τα αδύναμα μπράτσα προδίδουν και τα τρώτε καπέλο, μαζί με τους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες. 

   Μιας και είπα "τρώτε", μπορούμε να το γυρίσουμε σ' ένα πεζότατο παράδειγμα, αν τα παραπάνω μοιάζουν εντελώς ακατάληπτα: Αν θες κάτι το οποίο να τσιγαρίζεται και να ψήνεται για χάρη σου κατά βούληση, μάθε να μαγειρεύεις για να βγει και κάτι χρήσιμο απ' την όλη ιστορία. Εκείνος που ερωτεύεται, τσιτσιρίζεται, καίγεται και σιγολιώνει στο δικό του τηγάνι, χωρίς να βάλεις το χεράκι σου. Ό,τι κι αν κάνεις, όσο κι αν προσπαθήσεις, είναι επιλογή του να βράσει στο ζουμί του, μέχρι να πέσει ζεστός και ροδοκόκκινος στο πιάτο σου, να καταβροχθιστείτε με την ησυχία σας. Προσέξτε μόνο να σηκωθείτε απ' το τραπέζι κύριοι, χωρίς να φάτε και το τραπεζομάντηλο. Άλλωστε η παρουσία του τιμώμενου προσώπου σου κόβει την όρεξη, τρέφεσαι από πολύ ουσιαστικότερα πράγματα, ενώ η απουσία έχει βουλιμικές εξάρσεις, μπουκώνεσαι για να μην ξεστομίσεις τ' ανείπωτα, να μειώσεις την έλλειψη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο.

  Και η κατακλείδα που γυρίζει τώρα στο ακατοικήτου της πολυλογούς είναι η εξής:
Αν συμφωνείτε με την λογική που περιέγραψα παραπάνω, καλύτερα να μην μου ζητήσετε ποτέ συμβουλή σε ερώτημα τύπου "αχ μου έστειλε, τι να κάνω, να του/της απαντήσω ή να το παίξω λιγάκι ιστορία;". Φημολογείται ότι δεν θα σας αρέσει η απάντηση.
Να περνάτε άφοβα κι όμορφα. Α, και να βάλετε τους ανταγωνισμούς σας στον κώλο σας :)

   

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Love (and read) me if you dare

    Mια απ' τις υποσχέσεις που έδωσα για το 2016 ήταν να λέω τα πράγματα ως έχουν, χωρίς να κρύβομαι πίσω από μισόλογα, "ποιητικές" κενές εκφράσεις κι ανώδυνες αναφορές. Κι αποφάσισα να γράψω δυο τεράστια γράμματα στους ανθρώπους που με έχουν σημαδέψει, σ' εκείνον που έχω ερωτευτεί και σ' εκείνον που έχω αγαπήσει περισσότερο. Στα μάτια μου είναι γνωστό ποιο θεωρώ πιο εξευγενισμένο αίσθημα, οπότε θα ξεκινήσω μαζί σου. Στο χρωστάω άλλωστε... 

    Κάποτε ένας μορφονιός εξυπνάκιας με ρώτησε αν ένα ζευγάρι μπορεί να χωρίσει από υπερβολική αγάπη. Κι έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να εξηγήσει την ιστορία μας, στα πλέον ακατάλληλα αυτιά. Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά, λίγοι έχουν μια στοιχειώδη γνώση των πραγμάτων. Βαρέθηκα όμως. Έχω την ανάγκη να παραθέσω γεγονότα, πεζές, καθαρές κι όμορφες αλήθειες. Από φόβο μήπως τις ξεχάσω, μετά από τόσα χρόνια. Μην τρελαθώ κάποτε και με προδώσει η μνήμη μου. Έχω κάθε δικαίωμα πια... Μεγάλωσα (και μυαλό δεν έβαλα), μπορώ να κάνω πολύ ευκολότερα τις συγκρίσεις. Ακόμη κι αν έγραφα ένα βιβλίο κάποτε, θα κατείχες δικαιωματικά ένα απ' τα μεγαλύτερα κεφάλαια. Ας κάνω μια προσπάθεια λοιπόν, ταμπουρωμένη πίσω απ' το οπλοστάσιό μου που λέγεται πληκτρολόγιο, με καφεδάκι, μουσική και τσιγάρα. Να σου δώσω την αθανασία της γραπτής μορφής που σου αρμόζει, αντί για τα ψελλίσματα που έχω εκφράσει μερικές φορές σε ανάλογο κλίμα. Χωρίς περιστροφές. Γιατί ο κόσμος να φοβάται τόσο πολύ την αλήθεια;

   Υπάρχουν πολύ πιο μεγαλεπίβολες, γλυκές, ρομαντζάδικες ιστορίες. Αλλά είναι ένα κεφάλαιο απ' το οποίο δεν θ' άλλαζα ούτε μισό κόμμα, ακόμη κι αν ζούσα δυο ζωές.

   3 Οκτώβρη. Την ημέρα των γενεθλίων σου. Ένα κατάμεστο αμφιθέατρο, όπου μπουκάρει μια κοπέλα με άσπρα κοντοκουρεμένα μαλλιά κι αυτάρεσκο ευτυχισμένο χαμόγελο. Έχω περάσει ένα απ' τα ωραιότερα βράδια της ζωής μου με έναν άνθρωπο που ερωτεύτηκα απ' την πρώτη στιγμή, (ο δεύτερος παραλήπτης που λέγαμε) και η γενναιοδωρία της συναισθηματικής πληρότητας με οδηγεί σε μια άδεια καρέκλα των πρώτων σειρών, δίπλα σε μια σγουρή ξυρισμένη χαίτη με ματάκια χαμένα στο κενό. Σε συμπάθησα αμέσως. Ή μάλλον, σε αγάπησα πριν σε γνωρίσω.

- Ποτέ δεν κοιμάμαι στα ταξίδια με καράβι.
- Ούτε κι εγώ. Από Αθήνα είσαι; Ν' ανεβούμε μαζί αν είναι κάποια στιγμή.

Ούτε καλημέρα, ούτε πώς σε λένε, ούτε κάποια άλλη τυπική κουβεντούλα γνωριμίας. Κάποια πράγματα φαίνονται απ' την αρχή.

    Μου ήσουν εντελώς αδιάφορος εξωτερικά, όπως σου ήμουν κι εγώ άλλωστε, κατά τις μετέπειτα ομολογίες. Σ' ενοχλούσε το κεφάλι - σημαδούρα, τα σκουλαρίκια, η εκκεντρικότητά μου. Λίγες μέρες αργότερα είδα το πρώτο ίχνος θαυμασμού στα μάτια σου, ένα βράδυ που ντύθηκα και βάφτηκα στα μαύρα κι έμοιαζα λίγο περισσότερο με γυναίκα. Έτσι όπως μ' έβλεπες ανέκαθεν δηλαδή, φαινόταν ακόμη κι απ' την χροιά σου όταν έβαζες αυτή τη λέξη στην ίδια πρόταση με τ' όνομά μου. Δεκαοκτώ χρονών σκατό.
   Την πρώτη φορά που μπήκα στο σπίτι σου, το μετέπειτα "εξοχικό" μας, με δυο εισιτήρια στο χέρι και ένα κουτί γλυκά για να εξιλεωθώ που σε ξύπνησα, πήγα κατευθείαν στο κουζινάκι και μας έφτιαξα ελληνικό. Τα πάντα εκεί μέσα, απ' τα ντουβάρια μέχρι το βλέμμα σου, φώναζαν μια ζεστή καλημέρα. Ρουφούσα αχόρταγα κάθε λέξη, κάθε ενέργεια. Το μάτι μου έπεσε αμέσως σε ένα σχολικό τετράδιο, κρυμμένο στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης.
- Πάνο, γράφεις;
Χλόμιασες, άλλαξες τριανταδύο χρώματα πριν το γέλιο της αμηχανίας.
- Μην πεις κάτι... Ούτε ο κολλητός μου δεν το ξέρει.

  Το δικό μου σπίτι έγινε η "φωλιά". Συζητήσεις που δεν τελείωναν ποτέ πριν το χάραμα, όταν αποκοιμιόμασταν με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο που θα μπορούσαν να βολευτούν δυο άνθρωποι. Σαν γατιά που κουλουριάζονται ανάποδα, ο ένας στα πόδια του άλλου. Ποτέ δεν ξύπνησα πιασμένη δίπλα σου, ακόμη και τότε που μας είχε πάρει ο ύπνος σε ορθή γωνία, καθιστοί σχεδόν. Σου μιλούσα για τον έρωτα, και μου έδειχνες τη χαρά σου που με έβλεπες να λάμπω. Μου μιλούσες για μύχιες σκέψεις και βιώματα, προσπαθούσα να χαιδέψω τα δαχτυλίδια των μαλλιών σου που μάκραιναν και παρατηρούσα πώς άλλαζαν χρώμα τα μάτια σου αναλόγως με το τι ένιωθες. Πράσινο, μελί, καστανό, λαδί... Ένα καλειδοσκόπιο που στραφτάλιζε στο φως και τα θραύσματά του θόλωναν την κρίση μου. Τα λόγια μας ταυτίζονταν σαν καλοσυγχρονισμένη χορωδία και γελούσαμε. Κι είσαι ακόμη ο μόνος άνθρωπος που έχεις παρατηρήσει πως η φωνή μου πιάνει ασυναίσθητα δυο τονικότητες, αναλόγως σε ποιον μιλάω και γιατί.

"Το φως σου και το φως χορεύουν γύρω μας... Απίστευτος ο κόσμος, κι ο χαρακτήρας μας..."

   Όταν άρχισαν οι τρικυμίες στη σχέση μου, κράτησες ακριβώς τη στάση που άρμοζε. Μέχρι τη στιγμή που σε ανάγκασα να ομολογήσεις όσα ήξερες, επειδή κατάλαβα ότι μου έκρυβες πράγματα από ένστικτο, χωρίς να σε δω ή να σ' ακούσω. Μέχρι τη στιγμή που έσπασες και ξεγυμνώθηκες μπροστά μου.
- Μπορώ να σε φιλήσω;
- Βρε Πάνο μου... Έχει νόημα;
  Αλμυρό φιλί, κι εγώ άγαλμα ασάλευτο στην αγκαλιά σου, να φιλάω τα δάκρυα απ' τα μάτια σου. Πολύ καιρό αργότερα έμαθα πως την επόμενη μέρα ήπιες τόσο πολύ, που σε πήγαν στο νοσοκομείο. Η πρώτη και η τελευταία φορά, όσο ήμουν εκεί κοντά, που δεν σεβάστηκες και δεν πρόσεξες αρκετά τον εαυτό σου.

    Κάπως έτσι ξεκίνησαν δυο επικίνδυνα, δύσκολα, υπέροχα χρόνια. Οι παρέες, τα ξενύχτια, ο χαβαλές, ήταν μόνο το αλατοπίπερο στον μικρόκοσμο που είχαμε φτιάξει οι δυο μας. Τίποτα δεν μας άγγιζε και δεν μας αφορούσε. Σου έμαθα τους Muse, τους Metallica και τους Deep Purple, με μύησες στους Radiohead, το Σωκράτη και το Θανάση. Τα τραγούδια της Χαρούλας απέκτησαν άλλο νόημα όταν τα ξανακούσαμε μαζί. Και η "Μάγισσα", όπως με είχες ταυτίσει στο μυαλό σου, έμαθε λίγο νωρίς "Τι γλυκό (είναι) να σ΄αγαπούν". Κλεισμένοι στο οχυρό μας, περνούσαμε τον πιο ποιοτικό χρόνο που  μπορούσε να φανταστεί κανείς, ακόμη κι όταν δεν κάναμε απολύτως τίποτα δημιουργικό. Χάζευες τις πεντάχρονες αντιδράσεις μου με χαμόγελα περηφάνιας, μια μέρα ηχογράφησες το γέλιο μου, που ήταν τόσο δυνατό που μας έκαναν παράπονα απ' την απέναντι πολυκατοικία. "Παιζάκι μου! Αφού στο 'χω πει... Σε όποια ηλικία κι αν σε γνώριζα θα σε ερωτευόμουν"
   Κι όμως όλη αυτή η απλή, κακοστημένη, ανιδιοτελής ευτυχία είχε μελανιές απ' τη σκιά στα μάτια σου. Τις στιγμές που αρκούσε ένα δευτερόλεπτο για να χάσεις τον κόσμο, να ψάχνεις κρυμμένα νοήματα στο χάος. Ήμουν ο επίλεκτος (και μοναδικός) θεατής της καταθλιπτικότητάς σου. Με τιμούσες. Σου μιλούσα για τα κουτάκια της λογικής που είχες ανάγκη, σε μάλωνα, σε κανάκευα, προσπαθούσα να σε αντιμετωπίσω με τα εφόδια που μου είχε δώσει το παρελθόν μου. Ήταν ένα τοπίο που ήξερα να το περπατήσω. Κλείδωνα τις πόρτες κι έκρυβα τα κλειδιά για να μη βγεις έξω εκείνες τις ώρες, πίστευα πως η αγάπη μου αρκούσε να καλύψει και τα κενά του δικού σου αυτοσεβασμού. Ώσπου ένα βράδυ άφησες στο τραπεζάκι τα δικά σου κλειδιά, το κινητό, άνοιξες την πόρτα, μου έδωσες ένα φιλί αποχαιρετισμού και δεν είχα τη δύναμη να σε κρατήσω. Στο μυαλό μου ήταν όλα ένα βουητό, οι σκέψεις κομματιασμένες, πεταμένες στη θολούρα. Να κάνω τι; Πού να ψάξω να σε βρω; Είχε νόημα; Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, όταν κάποια στιγμή άκουσα ένα χτύπημα. Μου χάρισες με κόπο ένα αχνό χαμόγελο στο κατώφλι.
"Για να μάθεις πώς είναι τελικά να σ' αγαπάει κανείς πάνω απ' την ίδια τη ζωή του. Πάμε να κοιμηθούμε"
Κι αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά σου μ' ένα σιγανό, παραπονεμένο κλάμα ως το ξημέρωμα. Eίχες ένα σπανιότατο ταλέντο να αναγνωρίζεις τις στιγμές που ξεπερνούσα τα όριά μου. Και ως δια μαγείας, ανέσυρες μια δύναμη που κρατούσε και τους δυο μας όρθιους.

   Αρκετοί μας ζήλευαν. Στα μάτια των περισσότερων είμασταν ένα δυναμικό, ταιριαστό, αγαπημένο ζευγάρι. Εκείνο το βράδυ δεν κατάλαβαν ότι τσακωθήκαμε άσχημα για τις ζήλιες σου (γιατί δεν υπήρχε και κανένας άλλος σοβαρός λόγος). Είχαμε πιει και οι δύο πολύ.
- Άντε και γαμήσου, Γεωργίτσα...
Σ' ανέβασα στην πλάτη μου για να γυρίσουμε σπίτι. Σε ξέντυσα, σε ξάπλωσα στο κρεβάτι κι έμεινα καθιστή στο πάτωμα για ώρες, μέχρι να σιγουρευτώ ότι δεν θα πάθεις τίποτα στον ύπνο σου. Στήριζα το κεφάλι στην ντουλάπα για να μην πέσω, και σηκωνόμουν μόνο για να κάνω εμετό. Κάποια άσχετη στιγμή στην πλάκα, μετά από χρόνια, επαναλήφθηκε η ίδια εικόνα μ' ανάποδες θέσεις. Μ' έπιασε σύγκρυο.
- Πάνο μου, σήκω από 'κει σε παρακαλώ...
- Έχεις δίκιο, δεν το σκέφτηκα... Συγγνώμη.
- Γιατί, θυμάσαι τίποτα;
- Πώς είναι δυνατόν να το ξεχάσω;

   Ποτέ δεν ξανάφησα κάποιον να με βρίσει μες τα μούτρα, πολύ απλά γιατί δεν το άξιζαν τα δικά του. Στο εν δέκατο απ' τις δικές σου ζηλοτυπίες έκοβα το βήχα ή εξαφανιζόμουν. Κι όταν η παιδιάστικη ευχή "να βρω κάποιον που να χορεύει ένα ωραίο ζειμπέκικο για χάρη μου", έγινε κατάρα στα δικά σου βήματα, συνήθως βρίσκω γελοίο ή εντελώς αδιάφορο το θέαμα. Αυτά είναι τα "κατάλοιπά" σου, τα κατακάθια που άφησες στον καφέ μου. Ίσως χαίρομαι που δεν έχει βρεθεί, ή δεν θα βρεθεί ποτέ, εκείνος που θα με κάνει να κατεβάσω μονορούφι την κούπα.

   Κάποια στιγμή λύγισα. Πίστεψα πως δεν είχα άλλες αντοχές, είχα κουραστεί να σε υποστηρίζω στα μάτια όσων σε μίσησαν απ΄ την αρχή, χωρίς να ξέρουν τίποτε απ' όσα συνέβαιναν. Επηρεάστηκα απ' την προστατευτικότητα της μάνας μου, που άφριζε στη σκέψη ότι έφυγα απ' την Αθήνα για να καταλήξω πάλι στο ίδιο σπίτι μ' έναν μανιοκαταθλιπτικό. (Ασχέτως αν, χρόνια αργότερα, σε μια πολύ κακή της φάση, σε δικαιολόγησε και μου αποκάλυψε πράγματα που με έκαναν να κλάψω για τη δικαίωση που ζητούσα τόσο πολύ). Και καταλήξαμε μια μέρα να περπατάμε με τα χέρια σταυρωτά στις κωλότσεπες των τζιν μας, για να σχηματίζουμε το "Χ" των χωρισμένων, κατά το "Just married". Τόσο βλαμμένα είμασταν. Δεν σε άφησα να καταλάβεις τότε για ποιο λόγο έφυγα, είχα άπειρες τύψεις για να επιτρέψω κάτι τόσο ανήθικο. Ερχόμουν συνέχεια σπίτι σου και σε νανούριζα με παραμύθια για να κοιμάσαι χωρίς εφιάλτες, από εκείνους που ανατρίχιαζα στο άκουσμά τους. Ανέκαθεν έλεγες πολύ καλύτερα ιστορίες από εμένα βέβαια, ήσουν καταπληκτικός αφηγητής. Όμως το ταλέντο σου στα ψέματα το εξάσκησες αλλού, ευτυχώς. Εγώ ούτως ή άλλως δεν είχα ελπίδες. Πώς ακριβώς να κρυφτείς από ένα τυπάκι που είχε καιρό να σε δει και να σ' ακούσει, αλλά απ' τον τόνο της φωνής σου στο "καλησπέρα" κατάλαβε ότι είχες προσπαθήσει να προχωρήσεις τη ζωή σου ερωτικά με κάποιον;

   Δεν έμαθα να παραδίδω τα όπλα. Και δεν θα συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου να σε άφηνα από λιγοψυχιά. "Γωγία, θες να τα φτιάξουμε;", ένα χαρτί με κουτάκια πολλαπλής επιλογής από κάτω, η μόνη ταιριαστή επανασύνδεση σ' ένα τόσο ανορθόδοξο ζεύγος. "Αν υπήρχες θα σε χώριζα". Κι ένας νέος κύκλος, πιο ώριμος, πιο γλυκός. Που έκλεισε όταν έπαψα να σε θαυμάζω πια σαν άνθρωπο. Όταν οι ώρες που σε άκουγα να μιλάς για στόχους κι έλαμπαν τα μάτια σου, λιγόστεψαν επικίνδυνα. Αλλαγή προτεραιοτήτων. Ο δραστήριος και συνειδητοποιημένος άντρας έδωσε τη θέση του σε ένα εγωιστικό, άβουλο παιδί που υπήρχε πάντα από κάτω, αλλά έκανε πια αισθητή την παρουσία του όλο και περισσότερο. Η απόφαση κοινή. Και "η αξιοπρέπεια ενός ζευγαριού κρίνεται κυρίως στο χωρισμό".

   Κάπου εκεί άρχισε ο δικός μου κύκλος της υποβόσκουσας, επερχόμενης κατάθλιψης, με όλα τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που μπορεί να βρει κανείς στον ιατρικό οδηγό. Δεν ήταν πόνος ερωτικός αυτός, έρωτας ως γνωστόν δεν υπήρξε απ' την πλευρά μου ποτέ. Ήταν κάτι άλλο, πολύ χειρότερο. Ξέραμε πώς μπορούσαμε να διαλύσουμε ο ένας τον άλλο σε δευτερόλεπτα, κάθε μας συνάντηση οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή. Κι απ' τα έγκατα ανασυρόταν πάντα ο εγωισμός μου, την ύστατη στιγμή.

- Έχεις υποθερμία καρδούλα μου, 33 δείχνει το θερμόμετρο... Γι' αυτό δεν μπορείς να σταθείς. Αφού δεν θες να σε πάω εγώ, άσε με τουλάχιστον να πάρω τον Ιάσονα να σε πάει στο νοσοκομείο. Σε παρακαλώ...
- Σήκω και φύγε και μην το σκέφτεσαι. Τσακίσου.
- Εσύ μου 'λεγες ότι είμαι οικογένειά σου. Έτσι θα πετούσες τη μάνα σου στο δρόμο;
- Αν ξαναπιάσεις στο στόμα σου την οικογένειά μου, σου υπόσχομαι ότι θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις.
Κανείς δεν έμαθε τίποτα τότε. Και η λύση ήρθε από εκείνη που δεν θα πετούσα ποτέ στο δρόμο, όταν η Βασούλα μπορούσε ακόμη να ρίχνει σφαλιάρες.
- Το ξέρεις ότι κλαις και παραμιλάς στον ύπνο σου; Συνέχεια ακούω το όνομα του μαλάκα... Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά ψάξτο. Άμεσα, γιατί θα σε φέρω πίσω στην Αθήνα σηκωτή.

   Θέλαμε χρόνο για να βρούμε τις ισορροπίες. Κι όταν, λίγους μήνες αργότερα, βρέθηκα στην άλλη άκρη της Ευρώπης και μ' έψαχναν, γιατί χάθηκα περπατώντας στην Κοπεγχάγη ενώ σου απαριθμούσα για τρεις ώρες στο τηλέφωνο όοολα εκείνα που έβλεπα και θα σου άρεσαν πολύ, ενώ σκεφτόμουν τι δώρο θα σου φέρω, ημέρεψα επιτέλους. Και για πρώτη φορά δεν μου μαύρισες διακοπές στις οποίες έλειπες από δίπλα μου.

- Μαθαίνω μόνος μου κιθάρα. Για σένα κυρίως. Έχω παίξει σε 2-3 άτομα, αλλά... Αυτή τη στιγμή περίμενα. Θες να μ' ακούσεις;

   "Γιατί δεν τον χτύπησες; Γιατί δεν τον έβρισες; Πώς είναι δυνατόν αυτός ο ηλίθιος να είναι, ή να ήταν κάποτε ο άνθρωπος που περιγράφεις;" Πολύ ψυχοφθόρα διαδικασία να σε δικαιολογώ, να προσπαθώ όχι μόνο να μην γκρεμιστείς απ' το βάθρο μου αλλά να ανυψωθείς και στα μάτια εκείνων που δεν σε ήξεραν. Η ανασφάλειά σου ήταν η ευρύτερη αποδοχή. Και το τίμημα το πλήρωσες πολύ ακριβά. Σε ήξεραν όλοι, περνούσαν καλά μαζί σου, γελούσαν με τ' αστεία σου, αλλά η κοινή γνώμη ήταν η χειρότερη, ειδικά όσων θα έπρεπε να σε αφορά. Μερικοί σταμάτησαν ακόμη και να σου μιλάνε. Κι εγώ έπεφτα στην παγίδα σου και πίστευα πως ήταν άμυνα χωρισμού όλο αυτό, πως έπρεπε να έχω ενοχές. Σε προστάτευα και με προστάτευες. Τα βράδια που ήξερα ότι θα βγεις, τα μάτια μου δεν έκλειναν ποτέ πριν το χάραμα, την ώρα που ένιωθα ότι θα γυρίσεις. Όταν τύχαινε να βρεθούμε κάπου μαζί, σε συνόδευα με τ' αμάξι μου μέχρι το σπίτι σου, ή σιγουρευόμουν ότι δεν θα έπινες πολύ. Τις υπόλοιπες μέρες, απλώς έτρεμα.

- Σ' αγαπάω ρε γαμώτο... Σ' αγαπάω.
- Τράβα πάνω να κοιμηθείς ρε νούμερο. Και να δω το φως ν' ανάβει, ε;

   Οι ερωτικές σου περιπέτειες γίνονταν κάτι σαν θρυλικά ανέκδοτα. Λογικό, αν ένας άνθρωπος δεν κάνει ποτέ σχεδόν σεξ νηφάλιος. "Έχω πονέσει και γι' αυτό έγινα έτσι", είπες κάποτε σε μια απ' αυτές που νταραβεριζόσουν. Σ' ένα γλυκύτατο παιδί, το οποίο δεν σεβάστηκες ποτέ, όπως καμία απ' τις επόμενες, ούτε τη σταθερή σου σχέση, της οποίας τα κέρατα γκρέμιζαν τις πόρτες του Cien Tower εις γνώση της. Την άφηνες να κυκλοφορεί σχεδόν γυμνή δίπλα σου, όταν ρίχναμε κάποτε ιστορικούς καυγάδες για ένα κάπως ανοιχτό ντεκολτέ. Κι όταν σου είπα "μπράβο" που ελευθέρωσες λιγάκι το μυαλό σου, η απάντησή σου ήταν ένα ειρωνικό βλέμμα όλο πίκρα. Ίσως είχες αρχίσει να με μισείς. Πίεσες τον εαυτό σου να προχωρήσει, για να καταλήξεις να με "διαφημίζεις" στις επόμενες (τέτοια έλλειψη τακτ), σε βαθμό που η κοπέλα που προανέφερα να καταλάβει ποια είμαι, βλέποντάς μας δέκα δευτερόλεπτα στο ίδιο δωμάτιο. Για κακή σου τύχη, το υποκριτικό σου ταλέντο σε πρόδιδε άσχημα μπροστά μου. Για ακόμα χειρότερή σου τύχη, έγινε φίλη μου, ακριβώς επειδή μου είπε τα πάντα εξαρχής κι ήμουν η μόνη που δεν της είπα να σε στείλει στο διάολο. Γιατί πίστευα πως άξιζες τον έρωτα που δεν μπόρεσα να σου δώσω. Κι εσύ, βουτηγμένος στην άγνοιά σου, ένα βράδυ μας είδες έξω, κρυμμένες σε μια γωνιά, να της "μαθαίνω" τσιφτετέλι, έκατσες απέναντι με το μπουκάλι στο χέρι κι έπινες. Το ίδιο βράδυ που, αφού τους γύρισες όλους σπίτια τους, δεν με άφησες πρώτη φορά να οδηγήσω για να σε πάω στο δικό σου. Απ' το ραδιόφωνο ακουγόταν το "Φοβάμαι" του Τερζή, κι άρχισα να τραγουδάω για να χαλαρώσεις. Το θέαμα που αντίκρισα δεν ήταν σίγουρα η πρόθεσή μου: ένα πλάσμα να τρέμει και να σφίγγει κλαίγοντας τα δάχτυλα στο τιμόνι. "Πάει, αυτό ήταν, θα σκοτωθούμε". Ίσως να ήταν καλύτερο απ' αυτό που επακολούθησε, τον Παναγιώτη να παρακαλάει και να επιστρατεύει κάθε ίχνος συναισθήματος και γοητείας για να με πείσει να κοιμηθούμε μαζί. Δυο χρόνια μετά; Ναι, και εικοσιδύο χρόνια μετά.

-Τι σου έχει λείψει περισσότερο από μένα;
-Το σπιτάκι μας. Και να σε βλέπω να χορεύεις.

    Ό,τι υστερούσε το παρουσιαστικό σου το κέρδιζες επάξια με το λέγειν. Αυτό που δεν μπορούσες να χωνέψεις μαζί μου, ίσως ήταν το "όχι" που δεν άκουγες από πουθενά αλλού. Είχαμε σχεδόν το ίδιο παράστημα, τα ίδια κιλά, φορούσα άνετα τα ρούχα σου κι εκνευριζόσουν που παίζαμε ξύλο στην πλάκα και δεν μπορούσες να με κάνεις καλά. Απολύτως ισότιμοι αντίπαλοι, σε όλα μας.

"Όλα τα χρόνια που θα έρθουνε για σένα
Να είναι ήσυχα να `ναι ευτυχισμένα
Να `χεις αγάπη στην καρδιά σου, μη φοβάσαι
Όσο μπορείς να μ` αγαπάς, δικιά μου θα 'σαι."

   Ακόμη κι αν είχες τις καλύτερες των προθέσεων, οι ευχές σου δεν έπιασαν τόπο. Όταν σε συνάντησα εκείνη την εποχή που ξεκινούσαν τα ζόρια και παρατήρησες τα χέρια μου, χάρηκα που κατάλαβες γιατί φορούσα το βεράκι μας. Αν λείπει η παρουσία, ό,τι ασήμαντο, ό,τι μικροαντικείμενο πρόερχεται από έναν άνθρωπο που μας έχει αγαπήσει απεριόριστα δεν είναι παρά μόνο θετικός πόλος μιας ενέργειας που τυχαίνει να έχουμε μερικές φορές απόλυτη ανάγκη. Έσκυψες το κεφάλι για να μη σε δει να βουρκώνεις κανείς άλλος εκτός από μένα.

   Την τελευταία φορά που σε είδα φορούσες ένα δερμάτινο μπουφάν, σχεδόν ίδιο με το δικό μου. Δυο Καλουτάκια εν κινήσει στη μέση της πλατείας, δεν αντάλλαξαν μισή κουβέντα. Απλώς με κοίταξες και για ένα δευτερόλεπτο πάγωσαν όλα γύρω σου, οι περαστικοί στην εικόνα. Fade out. Για κάποιο λόγο ξέρω ότι δεν θα είναι πραγματικά η τελευταία. Αλλά για τον ίδιο λόγο δεν πρόκειται να σε ψάξω. Ακόμη και πέρυσι τέτοια εποχή, που μετά από χρόνια μέθυσα και σε μνημόνευσα, ένιωσα απέραντη ανακούφιση που είδα το βρισίδι του Πάνου το άλλο πρωί, τύπου "τι ήθελες μωρή και με πήρες τηλέφωνο νυχτιάτικα". Καθαρή τύχη.

    Ξέρω πως απ' τη στιγμή που ανέβηκες κι αντιμετώπισες κάποιες παρόμοιες καταστάσεις με σκεφτόσουν λίγο περισσότερο απ' όσο φαντάζομαι. Your entry to the real world, honey bee. Ξέρω πως, μετά από τόσα χρόνια, ερωτευτήκαμε, δεθήκαμε, αγαπήσαμε, καψουρευτήκαμε με την ίδια ζέση άλλους ανθρώπους, αλλά το "ουδείς αναντικατάστατος" καίει τις περγαμηνές του στην περίπτωσή μας. Ποιος μπορεί να καταλάβει μωρέ τη φτιαξιά τη δικιά μας; Ας τ' ανθρωπάκια να κλαψουρίζουν για αδελφές ψυχές, και να δίνουν μεγαλοπρεπή ονόματα στη συμβατικότητά τους. Ποια άλλη θα μπορούσε, μετά από ένα "ρομαντικό" δείπνο σε κινέζικο, να γιορτάσει την επέτειό σας σ' ένα κωλομάγαζο με σφηνάκια μέχρι κενού μνήμης, επειδή αποφασίσατε ότι είστε τόσο ευτυχισμένοι που αξίζει να γίνετε λιώμα; Ποιος άλλος θα μπούκαρε στο σπίτι μου σαν ταύρος, αδιαφορώντας για τα προσχήματα, και θα ορμούσε στην αγκαλιά μου μόνο και μόνο επειδή είδε ένα κακό όνειρο και θέλησε να βεβαιωθεί πως είμαι καλά; Πρόσφατα είπα πως φοβάμαι μην βρεθεί μπροστά μου κανένας άλλος σαν εσένα. Κι όμως, θ' άνοιγα διάπλατα πόρτες και παράθυρα να τον υποδεχτώ. Είναι συναίσθηση, όχι μαζοχισμός.
   Αν υποστηρίξουμε τη θεωρία του άλλου μισού, είναι άραγε άδικο να το συναντάς στα δεκαοκτώ κι όχι στα εικοσιπέντε, ας πούμε; Φυσική νομοτέλεια μιας χαζής λογικής.

- Μικροί είμαστε ακόμη μωρέ... Κάνε τις σχέσεις σου, πήδα ό,τι μπορείς να το ευχαριστηθείς, καμιά δεκαριά χρονάκια σου δίνω. Μετά εδώ θα είμαστε. Θα σε περιμένω...
- Μην λες τέτοια ούτε στην πλάκα, γιατί ξέρω πως είσαι ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο θα μπορούσε να συμβεί αυτό. Κι όπως κι αν έρθουν τα πράγματα, δεν πρόκειται να πάψω να σε λέω "γυναίκα της ζωής μου", όσα χρόνια κι αν περάσουν. Γιατί είσαι όντως η πρώτη γυναίκα που γνώρισα.

   Αυτό αρκεί, δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο.