Athens

Athens
Athens

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2015

Love (chain) letter, μέρος δεύτερο

      Σχεδόν μια τετραετία από τότε, με πολύ περισσότερες εκλογές βέβαια απ' το αναμενόμενο. Τι έχει αλλάξει, πέραν του ότι έγινα 26 Αυγούστων; Οι συνθήκες σίγουρα. Τα μυαλά και τα θέλω, όχι ιδιαίτερα.  Κάπως έτσι, μια μέρα γεμάτη αεροπλάνα, βαπόρια, τσάντες και καφέδες, αποφάσισα να με κακομάθω με σουβλάκι και μπυρίτσα, να πιάσω τσιγάρα, κεριά και να ταμπουρωθώ στο τάμπλετ. Κάτσε ρε μεγάλη, θα μου πεις. Χάθηκαν ο υπολογιστής και το χαρτί; Τι μας ζαλίζεις κι εσύ; Είπαμε, το να είσαι τύπος του γραπτού είναι κατάρα και μικρόβιο συνάμα. Η διατήρηση της ιδιωτικότητάς του έγκειται στο πόσα πρόθυμα ζευγάρια μάτια θα πατήσουν το κλικ, επομένως είναι υπόθεση καθαρά προσωπική κι απρόσωπη.
     Μ' αρέσει το δωματιάκι μου, όπου δεν μπορώ να έχω ιντερνετ σε δυο μέσα ταυτόχρονα, δεν μπορώ να πλένω συνέχεια τα ρούχα στο πλυντήριο, να μαγειρέψω στο φούρνο ή να έχω τηλέφωνο. Κι όμως το έχω αγαπήσει ήδη. Μετά από τόσα χρόνια, μπορώ να αποκαλέσω ένα χώρο σπίτι μου ενώ έχω ζήσει σε πολύ πιο άνετους, ενώ δεν έχω ακόμη μνήμες απ' αυτόν. Γιατί εδώ μπορώ να κάνω κάτι βασικότερο: να αναπνέω. Μυρίζει ελευθερία επιλογών, όνειρα, καινούριο ξεκίνημα. Μυρίζει ό,τι ακριβώς χρειαζόμουν.
     Τον τελευταίο μήνα ένιωσα δυο φορές ότι έχανα τον κόσμο, ότι θα μπορούσα να σπάσω ό,τι έβρισκα μπροστά μου αν δεν με κρατούσε ο πηγαίος αυτοέλεγχος. Μια στο Ρέθυμνο και μια στην Αθήνα. Συνήθως όταν δίνεις όλο σου το είναι σε μια κατάσταση χωρίς ανταπόδοση, νιώθεις άδειος. Όταν σε πνίγουν τα λογάκια, τα σκατάκια, η μικροπρέπεια, τα κουτσομπολιά, η συναίσθηση ότι κατάλαβες επιτέλους σε τι χώρο ζεις. Κι όμως δεν νιώθω κενή. Με τη δύναμη που χτίζεις τη φυλακή σου βρίσκεις και τα υλικά να τη γκρεμίσεις. Τα απαθή βλέμματα, οι επιφυλακτικές καλημέρες, είναι καρφιά στον τοίχο της επιβεβαίωσής σου ότι έπραξες σωστά και δεν μετανιώνεις για τίποτε.
    Αντιπαθώ τα μυξοκλάματα, είναι ανεύθυνα όμορφο να πιπιλίζεις τον εαυτό σου μερικές φορές με δικαιολογίες και παράπονα τύπου γιατί δεν έχω μπαμπά και μαμά να ξηγηθούν για πάρτη μου. Καταβάθος δεν θα το ήθελα όμως, μ' αρέσει που ανοίγω μόνη μου τα φύλλα στην παρτίδα. "Κανονίζω εγώ τώρα, κι όταν ορθοποδήσεις βλέπουμε" Τι λε ρε μεγάλε; Ποιος σου είπε ότι την έχω βγάλει καθιστή τόσα χρόνια; Από πότε η οικονομική κατάσταση του καθενός είναι μέτρο της αξιοπρέπειάς του; Έχε στα υπόψιν σου, αν μπεις ποτέ στον κόπο να με γνωρίσεις καλύτερα, πως αν χρειαστεί, ακόμη κι αν το 'χα ξεχάσει για λίγο, αν το ζητάει το μυαλό κι η καρδιά συμφωνεί λυγίζω σίδερα.
    Ελευθερία και κυρίως αξιοπρέπεια. Τις άκουσα πολύ τις τελευταίες μέρες, μαγικές λεξούλες. Κυρίως όταν η πρώτη διδάξασα και η δεύτερη αφορμή της Αθήνας, είναι μια γυναίκα που έσπασε το καλούπι όταν γεννήθηκε. Ευτυχώς είμαι τυχερή κι έχω λίγη απ'τη στόφα της, επιμένω να φτιάχνω στο περιθώριο ζωγραφιές.
     Μ' αρέσει τόσο πολύ εδώ η μυρωδιά της θάλασσας... Παίρνει αναπνοές η ψυχή μου. Μια ψυχή που θέλει να γελάσει, να πιει το ποτήρι ως τον πάτο, να χορτάσει φως κι έρωτα όπως ποτέ άλλοτε. Πέρυσι ο χειμώνας ήταν αόρατη θηλιά σ' έναν ήδη πνιγμένο λαιμό, φέτος είναι ένα δροσερό αεράκι που ομορφαίνει τα πάντα στο πέρασμά του. Το καλό όσο μεγαλώνεις, αν δεν είσαι κανένα γυναικάκι που νομίζεις ότι η ευτυχία εξαργυρώνεται απαραίτητα με επιταγές μονιμότητας, οικογένειας και κουτσούβελων, είναι ότι διαισθάνεσαι πιο πολύ τους ανθρώπους παρά τους βλέπεις, ανέμελες κινήσεις και λεπτομέρειες μαρτυρούν ποιος είναι ο άνθρωπος που θα σε κάνει να ξεχάσεις τ' όνομά σου κι απωθούν τους υπόλοιπους, χωρίς περιστροφές. Ξέρω ότι ο δικός μου θα διαβάσει χωρίς παρερμηνείες αυτές τις γραμμές.
     Ό,τι κι αν γνωρίσεις, θα ξέρεις πως είναι αυτό που βλέπεις και τίποτε περισσότερο. Θέλω αγκαλιές που μιλάνε. Ιστορίες που σβήνουν με φιλιά και κλείνουν τα μάτια στις αυταπάτες. Τις βαρέθηκα. Ώσπου να τις βαρεθείς κι εσύ, καλό μας ταξίδι. Η μόνη αυταπάτη που επιτρέπω στον εαυτό μου, είναι ότι μια μέρα θα συναντηθούμε.