Athens

Athens
Athens

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Σεμινάρια αυτοκριτικής, αγαπητό ημερολόγιο

    Τις τελευταίες μέρες έχω χάσει εντελώς την αίσθηση του χρόνου, δεν ξεκουράζομαι όσες ώρες κι αν κοιμηθώ. Βάφομαι μόνο τις μέρες που θα βγω μια βόλτα, τις μέρες που θα σε δω. Οι κινήσεις μου είναι σχεδόν μηχανικές, απεχθάνομαι τη σπατάλη χρόνου σε ανούσια πράγματα.
     Άλλαξαν διάφορα το τελευταίο τρίμηνο, θα μου πεις. Είναι ευθύνη κι ελευθερία να μη μπορεί κανένας να σου δείξει την πόρτα της εξόδου στη δουλειά σου. Eπανήλθα σε παλαιότερους ρυθμούς. Ξεκίνησα στη σχολή που έπρεπε. Αγόρασα πέντε πραγματάκια που μου έλειπαν. Πάχυνα. "Καλοζωίστηκα". 
    Είχα ξεχάσει πόσο διαφορετική αίσθηση έχει στο δέρμα σου ένα καλοσιδερωμένο σεντόνι. Το ακουστικό κολλημένο στο αυτί, μεταδίδει τα μαγικά κύματα της φωνής σου. Και η δική μου σβήνει απ' την κούραση, δεν έχω καν τη διάθεση να ξεντυθώ. Τραβάω το πάπλωμα πάνω απ' το κεφάλι. Φαρδύ μαλακό πουλόβερ, μάλλινες γκέτες και καλσόν με αστεράκια. 
Η "υπέροχη γυναίκα" σου. Ένα ερείπιο με γκλίτερ.
Που αποφάσισε στα γεράματα να τη δει το-πρωί-γόβα-σακάκι-και-το-βράδυ-καβαλάω-στύλους-και-μαύρη-kawasaki. Καλά περνάω. Μ' αρέσει. ;)
   '"Eχεις δύναμη στα χέρια και σε βοηθάει πάρα πολύ" λέει η Λίλα στο pole και τρέφω ελπίδες πως μια μέρα θα χορεύω αξιοπρεπώς το "Angel" των Massive Attack χωρίς ανάποδα κουτουλίδια στο πάτωμα και καταμέτρηση μελανιάς, γέλιου και κατσαρίδας στις γωνίες. To μόνο προβληματάκι είναι πως μερικές φορές θυμάμαι ΠΩΣ απέκτησα δύναμη στα χέρια. Και δεν τα αναγνωρίζω ούτε η ίδια.

   Τα θυμάμαι με μελανιές από πάγο, κοψίματα και καμένα από τα καθαριστικά. Με εύθραυστα, κοντοκομμένα νύχια και τόσο ταλαιπωρημένα που είχα χάσει την αίσθηση της αφής στ' ακροδάχτυλα. Αυτά που εσύ λες "αρχοντικά".
   Θυμάμαι ένα ζευγάρι πόδια που μετά βίας θ' αποκαλούσες γυναικεία. Με φτέρνες - γυαλόχαρτο και πληγές απ' τα παπούτσια στο περπάτημα.
   Ακόμη και τώρα, κάποιες στιγμές είναι πιο επώδυνα καρέ στο μυαλό μου από άλλα, σοβαρότερα γεγονότα του παρελθόντος. Οι σκιές που βλέπεις στα μάτια μου όταν αφαιρούμαι. Δεν ξέρω γιατί. Δεν ξέρω πώς γίνεται.

   'Ημουν εγώ;
   Που συμβιβαζόμουν σε μια αρρωστημένη κατάσταση, σ' ένα τοπίο που δεν μου ταίριαζε ούτε στο ελάχιστο, κι έκλαιγα πίσω από κλειδωμένα μπανάκια αντί να ρίξω δυο φάσκελα και να εξαφανιστώ;
   Που δούλευα αμέτρητες ώρες σε μια ξένη δουλειά, αντί να παλεύω τη δική μου, μόνο από πείσμα πως κάποτε μπορεί να εκτιμηθεί ο κόπος μου;
   Που αντί να παλέψω να τα βρω με τη Ζέτα, κυνήγησα την ευτυχία μου σε "σωτήρες" του συρμού;
  Δεν μπορεί. Ήμουν η ίδια γυναίκα;... Τόσο μαλακισμένη πια;!

Ποτέ δεν στάθηκα στην ουρά για να διεκδικήσω φωτοστέφανο. Ούτε κατηγορώ κανέναν για την κατάντια μου, μόνο εμένα μουτζώνω πότε πότε.
   Όλοι μας σκαρφαλώσαμε κάποια στιγμή σε μια αφράτη πλατούλα για να ατενίζουμε λίγο καλύτερα τη θέα του κόσμου. Είτε από πόνο, είτε από συνήθεια, είτε από απελπισία. Θύματα και θύτες, σε πλήρη εναλλαγή.
Έχω σταματήσει να παιδεύω χρόνια το μυαλουδάκι μου για τις παράπλευρες απώλειες. "Ανεξήγητες" εξαφανίσεις ανθρώπων από δίπλα σου. Απλοί συνεπιβάτες είμαστε. Προσωρινοί. Κι αν κάπως παρέκκλιναν οι δρόμοι μας στην πορεία, μάλλον γιατί ήταν διαφορετικοί εξαρχής, κρατάμε μια καλή ανάμνηση κι ένα ευχαριστώ.

   Ξέρεις ποιό είναι το πρόβλημα;
Τα συναισθήματά μου μερικές φορές ήταν σαν τα καλά μου ρούχα. Τα φορούσα συνεχώς, ακόμη κι όταν δεν χρειαζόταν, δεν τα έβγαζα από πάνω μου ούτε στο κρεβάτι για να μην κρυώνω. Κοιμόμουν με ιδέες-φυλαχτά, και ξυπνούσα με ψεύτικες ελπίδες σε τσαλακωμένα σεντόνια. Και τα ρούχα μου πάλιωναν, φθείρονταν πριν την ώρα τους. Είναι πολύ πιο δύσκολο να πετάξεις ένα κουρέλι, όταν έχει γίνει ένα με το δέρμα σου...

   Ωχ μωρέ... Τι πιάνεις και ανασκαλίζεις; Ό,τι έγινε έγινε, πάθαμε και μάθαμε, κι άλλα σαρανταοκτώ εκατομμύρια κλισέ που μπορώ να σου αραδιάσω για να ταιριάζουν στην περίπτωση.
   Τα τελευταία χρόνια ήταν ένα λάθος. Ένα λάθος που, όσο διορθώνω, ακόμη και μικρές κινησούλες αρκούν για να συνειδητοποιήσω πόσο μεγάλο ήταν. Έχω κατεβάσει όμως το ποτήρι μονοκοπανιά. Στην υγεια μας. Και γελάω πια.
   Τότε γιατί τα λες;
Αυτή τη στιγμή μιλάω τόσο σε σένα όσο και στον εαυτό μου. Η γραπτή εικόνα με βοηθά πολύ να βάλω τα πράγματα σε μια τάξη. Αλλά κυρίως θέλω να έχεις μια ξεκάθαρη εικόνα. Να σε προφυλάξω από πιθανές "ανεξήγητες" σπασμωδικές αντιδράσεις. Ξέρω ότι μπορείς να καταλάβεις σε πλήρη διάσταση το τί ακριβώς έχεις απέναντί σου. Κι αυτό θα βλέπεις. Χωρίς ανασφάλειες κι υπεκφυγές. Εκνευρίζομαι και μόνο στη σκέψη πως κάποτε κρατούσα κομμάτια μου κλειδωμένα, από φόβο ή ντροπή, σε παντελώς ανάξιους κριτές.

    Ούτως ή άλλως, ποτέ δεν έδειξες πως δεν αντέχεις τις σκοτεινές ζώνες μου.
Ίσως γι' αυτό νιώθω πως μαζί σου η ψυχή μου φοράει μόνο τα Κυριακάτικα, τα γιορτινά της ρούχα και σεργιανίζει σε τοπία που σε εμπνέουν κι άφθαρτα όνειρα.

    Είναι δύσκολο να συνυπάρχεις μ' έναν καλομαθημένο άνθρωπο. Ειδικά όταν, για έναν διάστημα, το είχε ξεχάσει κι ο ίδιος ότι είναι καλομαθημένος. Κερδίζει την προσαρμοστικότητα, δε λέω. Αλλά χάνει βασικές αξίες.
    Κι αν λάμπω στα μάτια σου, είναι επειδή μου θύμισες πως δεν πρόκειται να ξαναφορέσω διαλυμένα κουρέλια. Μου θύμισες ένα βελούδινο μπερέ με τριαντάφυλλα, που από πείσμα του Χρηστάρα μου περιμέναμε δυο ώρες σ' ένα μαγαζί στο Λονδίνο για να τον αποκτήσω, να ταιριάζει με το φόρεμά μου.
   Είναι δύσκολο να εντυπωσιάσεις μια γυναίκα χορτασμένη από αγάπη απ' τα μικράτα της.
Δεν συγκινείται με επιτηδευμένες, μεγαλειώδες, προσχεδιασμένες κινήσεις ή βαρβάτα δώρα. Ίσως τα έχει σιχαθεί κιόλας. Kερδίζεις την καρδιά της, κάθε στιγμή που λες και πράττεις αυτό ακριβώς που σκέφτεσαι. Όταν, για παράδειγμα, περνάς δυο ώρες στο δρόμο για να της κάνεις έκπληξη ένα φιλί :)
   

Και τι φταις να τα τραβάς ολ' αυτά ρε γαμώτο;...
Στο είπα και τις προάλλες. Είν' ευλογία να έχεις αγαπήσει έναν άνθρωπο, πολύ πριν γίνετε ζευγάρι.
Κι ό,τι κι αν συμβεί, αυτό είναι ένα φυλαχτό που θα κρατήσω.
Καλά να πάθεις! :)

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Όσο κρατάει ένα τσιγάρο

Ξύλινες βιβλιοθήκες. Ένα πορτατίφ σε σχήμα καραβιού με υπογάλαζο φως.
Κουλουριασμένη ανάποδα στο κρεβάτι, μπροστά σ' ένα πήλινο τασάκι με ζωγραφιστούς ήλιους.

"Έχεις καλή πένα"
Όχι μωρό μου, έχω μόνο καλά μάτια και αυτιά. Όλες οι αισθήσεις σε πλήρη εγρήγορση, για να μαντέψω εικόνες που δεν ζω, από κάθε ανεπαίσθητη αλλαγή στον τόνο της φωνής σου. Κάθε κόμπιασμα.

Ο ρυθμός της αναπνοής σου είναι η μουσική μου.
Και κάθε μουσική που δημιουργείς, ελευθερία μου.

Πρώτη φορά που δεν νιώθω την ανάγκη να ταμπελοποιήσω τα συναισθήματά μου κάτω από βαρύγδουπες εκφράσεις. Ούτε περιμένω την επιβεβαίωση απ' τα δικά σου χείλη.
"Είσαι εντελώς ερωτεύσιμος άνθρωπος". Και δυο μάτια που γελάνε πιο λαμπερά κι απ' το χαμόγελο που φιλάω με καμάρι.
Είναι δυνατόν να μην μου αρκoύν; Πόσες αμφιβολίες μπορεί να χωρέσει το μυαλό μου -για το αν μου αξίζει να νιώθω τόσο μεθυστικά ελεύθερη, τόσο παιδιάστικα ευτυχισμένη;

Το κλειδί της ευτυχίας μου, η ισορροπία σου. Λουριά που κρατούν, χωρίς να σφίγγουν. Λόγια- βάλσαμο στη σωστή δόση, για να μελώνουν χωρίς να λιγώνουν την καρδιά απ' το σιρόπι.
Ακόμη και η υγιής "κτητικότητά" σου, σε οποιονδήποτε άλλο θα μ' έκανε να σηκώσω παντιέρα. Και τώρα η μόνη αντίδραση που μου βγαίνει είναι να σ' αρπάξω στα χέρια μου και να γίνει η αγκαλιά μου μέγκενη.
Και μη χειρότερα...

Και ποιό είναι το κλειδί της ευτυχίας τελικά;
Ένα κράνος μηχανής στη γωνία του δωματίου, που περιμένει υπομονετικά την επόμενη φορά που θα πάρει αέρα. Ένα δανεικό μπουφάν στους ώμους. Ένα γέλιο. Μια κουβέντα. Ελπίδα. Ένα φιλί στο λαιμό. Προσμονή. Το τελευταίο τσιγάρο της μέρας μου, μαζί.
 Ηρεμιστικό, διέγερση κι όνειρο συγχρόνως.
Μαζί σου παίρνει επιτέλους αέρα η ψυχή μου.

Υπήρξες αφορμή για κάμποσα κείμενα που έγραφα παλαιότερα. Είσαι πολλά απ' όσα με ενέπνεαν να μιλάω για πρότυπα. Μα κυρίως είσαι έμπνευση για να δημιουργώ καινούρια. Όμορφα. Κι όχι μόνο "στο χαρτί".

Στο τελευταίο τσιγάρο λοιπόν. Στα χρώματα που δίνεις στα ξενύχτια μου. Στην κάθε μικρή, μοναδική στιγμούλα που εκτιμώ διπλά επειδή είναι δική μας. Στα όνειρα που ανταμώνουμε ο ένας τον άλλο κάθε βράδυ, ακόμη κι όταν μας βρίσκει σε χωριστά κρεβάτια. Στη φωνή σου. Στη φλόγα σου.
Για όσο. Κι όπως. Κι ας καώ.

Φωτιά μου :)







Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Χωρίς (περιττό) τίτλο

Τετάρτη, 29 Ιανουαρίου 2014.

    "Να ψάχνεις ανθρώπους δίπλα σου που σε εμπνέουν, όπως ο αγαπημένος σου καλλιτέχνης όταν ήσουν δεκαπέντε. Εκείνους που σε κάνουν να ξενυχτάς με τον τόνο της φωνής τους, ν' αποζητάς κάθε βλέμμα σαν σιωπηρή κουβέντα και θείο δώρο, που σε προκαλούν να σπας τα κιγκλιδώματα και τις άμυνες για να βρεθείς κοντά τους. Πιστός ακροατής στη μουσική των χειλιών τους, χειροκροτητής στα έργα τους, θαυμαστής στην ομορφιά της εικόνας τους. Να ψάχνεις ανθρώπους που σου προκαλούν δέος και σε αναγκάζουν να ονειρεύεσαι χωρίς να σκέφτεσαι."

    Σχεδόν τρία χρόνια αφότου σε γνώρισα, ήσουν η αιτία για να γράφω τέτοιες προτασούλες εδώ.
Και τώρα τι θα μπορούσες να είσαι; Κείμενο; Ποίημα; Δίστιχο;
Αν ήσουν μουσική πάντως, είσαι κάθε τραγούδι που μου έστελνες κι εδραιωνόταν αυτομάτως στη μνήμη τη δική μου και του κινητού μου. Άλλες στιγμές τα σιγοτραγουδούσα ώσπου να λιώσουν τα ηχειάκια των ακουστικών, άλλες δεν άντεχα ούτε να τα βλέπω στην playlist, κι άλλες τ' άκουγα με την μαζοχιστική δειλία που δοκιμάζεις ένα πυρωμένο σίδερο στο σώμα σου για να δεις αν πονάει.

    Απωθημένο λοιπόν; Κύκλος;
Δεν υπάρχουν επιστροφές μεταξύ μας, παρά μόνο νέες ευθείες. Το είπες κι εσύ ο ίδιος, αλλά κυρίως το αποδεικνύεις καθημερινά. Άλλος ένας λόγος που σκαρφαλώνεις με περίσσεια άνεση τα σκαλοπάτια της εκτίμησής μου.

    Ξέρω πως κάποιες συμπεριφορές σε κουράζουν. Πως δεν ψάχνεις καταφύγια και φωλιές. Τα μάτια μου αντιλαμβάνονται πολύ περισσότερα απ' όσα θα 'θελες να βλέπω. Μου προσάπτεις εσωστρέφεια, όμως προσαρμόζεσαι σ΄αυτή. Κανείς απ' τους δυο μας δεν ξέρει πού ακριβώς έμπλεξε.
Μπλέξαμε. Και πολύ το γουστάρω.

   Γουστάρω τον τόνο της φωνής σου, που με ηρεμεί σε κλάσματα δευτερολέπτου ακόμη και μετά από μια πολύ δύσκολη μέρα. Κι ακόμη περισσότερο γουστάρω τις σιωπές σου. Αυτές τις αναπνοές που όσο προσπαθώ ν' αποκρυπτογραφήσω, γεμίζουν με αέρα τα δικά μου πνευμόνια.

   Γουστάρω που δυσκολεύομαι ν' αποφασίσω τι με καυλώνει περισσότερο: τα λεγόμενά σου, η αντίληψή σου για τον κόσμο ή το γέλιο σου;

   Γουστάρω την υπομονή σου, την δύναμη που διαθέτεις για να μου υποδείξεις πως είμαι ικανή για όλα. Χωρίς "ντάντεμα" πια, χωρίς να προσπαθείς να με βοηθήσεις με δανεικά φτερά.

   Γουστάρω την προστατευτικότητά σου, που συγκρατείται από ένα αόρατο δίχτυ σεβασμού ώστε να μην υπερβεί τα όρια κι αρχίσω να κλωτσάω. Συγγνώμη για τις αντιδράσεις μου, ίσως κάποιες φορές να μην καταφέρω να κρύψω ένα νευρικό χαμόγελο. Είναι επειδή δεν έχω συνηθίσει, οι μέχρι πρότινος ερωτικές επιλογές μου στην διάθεση "θέλω να καθαρίσω για πάρτη σου" μάλλον θα 'πιαναν το ακουαφόρτε για να τρίψουν τ' άλατα στο μπάνιο. Όχι ότι μου φταίει κανείς βέβαια. Εγώ δεν ήμουν η ίδια.

  Με φώναζες "μπέμπα" κάποτε και μούδιαζα. Και τώρα, στο άκουσμα του "γυναικάρα μου", σιγολιώνω περήφανη. Και γουστάρω που λαμβάνεις τοις μετρητοίς την παρότρυνσή μου να μη μου χαρίζεσαι, να μην με λυπηθείς.

"Μάλλον δεν είχες ποτέ έναν άντρα δίπλα σου"
Γουστάρω το ότι πολλές φορές είσαι η φωνή των σκέψεών μου. Η ουσία όμως είναι πως ποτέ δεν ήμουν μ' έναν άνθρωπο σαν εσένα. Και, δυστυχώς για τη δική σου περίπτωση, αυτό ισχύει κι αμφιπλεύρως.

   Έπρεπε να βουτήξω σε πολλά ποταμάκια και βούρκους επιλογών, για να με φέρει το ρεύμα στην πόρτα σου και να με αντικρίσεις επιτέλους γυμνή. Χωρίς αναστολές, υπεκφυγές, χωρίς "πρέπει" και "μη". Με τα βλέμματά μας στραμμένα στην ίδια ευθεία. Ξέρεις μόνο τι φοβάμαι πια;
Τη μέρα που θα ξυπνήσω χωρίς διάθεση να παλέψω για το καλύτερο, για τους ανθρώπους μου, για μένα, για σένα, για μας, για όλα.
Τη μέρα που θα κάψω την αυτοσυγκράτησή μου σ' ένα λόφο κουρελιασμένων ανασφαλειών, θα ετοιμάσω βαλίτσα, θα σ' αρπάξω απ' το χέρι και θα φύγουμε. Για όπου κι όσο μας βγάλει. Με γοητεύει όσο και με τρομάζει εκείνο το πρωινό.

Τι σημαίνει γοητευτικός άραγε; Ανέκαθεν πίστευα πως δίνεις μια μοναδική έννοια σ' αυτόν τον ορισμό. Μήπως είναι απλώς το ελεύθερο πνεύμα ενός υπέροχου ανθρώπου;

Ερωτευμένη;
Βαρέθηκα τις μαγικές λεξούλες μωρό μου, εκείνες που προσπαθούν να καλύψουν τις συναισθηματικές μας ανάγκες με πρόχειρα καταφύγια. Πιο εύκολα θα δεις κάτι τέτοιο στην πράξη, παρά θα τ' ακούσεις απ' τα χείλη μου. Εκεί είναι το νόημα. Σε μια τόσο δα στιγμούλα.
Ένα ηλιόλουστο Κυριακάτικο μεσημέρι ανάμεσα στα δέντρα, που σε χαζεύω απ' το τζάμι και νομίζω πως ο ήλιος ο άτιμος ανατέλλει στο μέτωπό σου. Οι φλόγες του με πυρώνουν, τυφλώνομαι απ' το φως, αναγκάζομαι να χαμηλώσω το βλέμμα.
"Όταν με κοιτάς και διασταυρώνονται οι ματιές μας, δεν θα γυρνάς αλλού να μας το παίζεις αδιάφορη. Ακούς;"
Ακούω τα πάντα και νιώθω ακόμη περισσότερα. Δεν χωράνε παιχνιδάκια μεταξύ μας πια, η ημιτελής παρτίδα μας ξεκίνησε απ' την αρχή, με ισότιμους "αντιπάλους" στις άκρες της σκακιέρας.
Δεν μπορεί να είναι τυχαία όλ' αυτά ρε γαμώτο. Τόσος καιρός... Αναίτια. Δεν το χωράει το μυαλουδάκι μου.

Είσαι ο άντρας μου. Κι είσαι δικός μου.
Για όσο κανονίζουμε ταξίδια, χωρίς άδειες αποσκευές :)

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Κάθε Σεπτέμβρη

Βρε βρε... Ώρα μας ήταν.
Σιγά μωρέ, ούτε δυο μήνες δεν έχουν περάσει από τότε που έγραψες, τι μπορεί να συνέβη πια;
    Κι όμως. Δεν είναι μόνο η αλλαγή περιβάλλοντος και των δεδομένων. Αν σταματήσεις να μετράς το χρόνο σε καθοριστικά έντονες στιγμές και προτιμήσεις την πεπατημένη του ημερολογίου που γράφει μήνες ή χρόνια, γερνάς με λάθος αντίληψη. 
    
    Πόσες φορές μ' έχεις ακούσει να εκθειάζω και να βρίζω ταυτόχρονα την Αθήνα, το τσιμεντένιο εργοστάσιο παραγωγής εικόνων, με τις μίζερες μέρες και τις νύχτες που δεν θυμίζουν ποτέ λευκές σελίδες; Απ' τη στιγμή που συνειδητοποίησα πως δεν έπρεπε ν' απαρνηθώ ποτέ το Σπίτι μου, ξαφνικά όλα έγιναν πιο απλά και το υβρεολόγιο μειώθηκε σημαντικά. Και ως δια μαγείας αποκαλύφθηκε η "φωλιά" που έψαχνα εδώ και μερικά χρόνια, κυνηγώντας τον ίσκιο μου. Κίνηση, άρωμα, μουσική, σκοτάδι, λάμψεις... Αυτή η πόλη αναπνέει. Κι επιτέλους, αναπνέω κι εγώ μαζί της. 

    Μετανιώνουμε;... Είναι μόνιμη η φωλιά; 
Καθόλου. Δεν ανήκω ούτε στην Κρήτη ούτε στην Αθήνα ούτε στο Γουαδαλκιβίρ, παρά μόνο στη Ζέτα. Και στο μέρος που της ταιριάζει περισσότερο την κάθε δεδομένη στιγμή. Το έχω αποδεχτεί πια: μπορεί να είναι η τελευταία μου μετακόμιση, ίσως και όχι. Τι σημασία έχει; Αντί να κλαψομοιρίζω πάνω από έναν ωκεανό λαθών, προτιμώ να φτιάχνω καταφύγια εκεί που η φωνή μου δεν κάνει δυνατό αντίλαλο. Σε κενά δωμάτια, στενά μυαλά και άδειες ψυχές. 

    Μ' αρέσει που γνωρίζω ξανά αυτή την πόλη απ' την αρχή, ειδικά κατ' αυτόν τον τρόπο. Τουρίστας της συνήθειας... Θα μπορούσα να σου γράφω ώρες, για μικρά καθημερινά πραγματάκια που μου τραβούν την προσοχή, αλλά τίποτα δεν μ' εντυπωσιάζει αφού είναι καταβάθος οικείο στη σκέψη μου. 

    Γουστάρω απίστευτα που δουλεύω βράδυ, κι ας δυσκολεύομαι να κρατήσω ισορροπίες με την κανονική μου δουλειά. Ανέκαθεν η αγάπη μου στη νύχτα ήταν αντιστρόφως ανάλογη της καλής σχέσης που δεν απέκτησα ποτέ με τον ύπνο. Κάπως έτσι με ξαναβρίσκω. Με βαριά βλέφαρα, έντονο μακιγιάζ, δημιουργική υπερένταση, ένα κάψιμο στο λαιμό απ' τα τσιγάρα και δυνατούς νες φουντούκι στο ποτήρι, κι ας είναι μειωμένες οι σωματικές αντοχές. Το πρόσωπο της αυπνίας που μου ταίριαζε πάντα. 

    Κάθε ξημέρωμα που με βρίσκει στο δρόμο διεγείρει τις αισθήσεις μου όλο και πιο πολύ. Τα μάτια μου βλέπουν μόνο κάδρα. Τ' αυτιά μου τεντώνονται διαρκώς σε κάθε άκουσμα, αφουγκράζομαι τις μυρωδιές σαν σκυλί. Ψίθυροι. Φωνές. Κρότοι. Η σειρήνα ενός περιπολικού. Μια κιθάρα που ακούγεται ανεπαίσθητα απ' το βάθος του δρόμου. Οι ψυχροί λαμπτήρες του μετρό. Τα ζωηρά φώτα των ξενυχτάδικων. Η μυρωδιά του φούρνου. Το ψυχρό πρωινό αεράκι που διαπερνά κάθε ίνα υφάσματος πάνω στο δέρμα. Πρόσωπα. Καρέ. Λεωφόροι. Ακόμη και η αίσθηση του πλακόστρωτου στα γυμνά μου πόδια, όταν δεν αντέχω πια και πετάω τις γόβες. Οι πέντε αισθήσεις σε πλήρη ενορχηστρωμένη εγρήγορση, για να ρουφήξουν αχόρταγα κάθε λεπτό της μαγείας της νύχτας. 

    Τόσα πράγματα να δούμε και να κάνουμε, τόσα σχέδια για ταινίες, φεστιβάλ, μουσικές, μικρά ταξιδάκια, θέατρο, χορευτικές παραστάσεις, παρουσιάσεις, κι όμως γι' αυτή τη συνάντηση αγωνιούσα περισσότερο απ' όλες. Έφτασα τρέχοντας κι αργοπορημένη, με σφίξιμο στο στομάχι εφάμιλλο ντεμπιταντ στην πρώτη της πρεμιέρα, και ένα χτύπο λιγότερο στην καρδιά, όπως αρμόζει στα εφηβικά πρώτα ραντεβού. 

- Πού πήγαν τα μαλλιά; 
- Πού πήγαν τα κιλά; 

Τόσο οικείος και ξένος συνάμα... Απρόσωπος. Και μια μεταλλική νότα στη φωνή, που αντήχησε εντελώς άγνωστη. Και τότε φοβήθηκα περισσότερο. Πόσα λάθη μπορεί να έκανες, για να μην αναγνωρίζεις κάποιον με τον οποίο έχεις κάνει λίγες απ' τις ουσιαστικότερες κουβέντες της ζωής σου; 
    Τελικά με έσωσε ένα χαρακτηριστικό, κελαρυστό, δυνατό σου γέλιο. Άρχισα να νιώθω γνώριμα, να βλέπω ζεστό φως, να θυμάμαι. Λύθηκαν τα μάγια...

 Είχα ξεχάσει ρε γαμώτο πως έχεις την ομορφότερη φωνή του κόσμου.

   - Κάθε Σεπτέμβρη σε πιάνει; 
Εύλογες απορίες για δίκαια πληγωμένους εγωισμούς. Ξέρω πως κατάλαβες λίγα παραπάνω απ' όσα φοβόμουν απ' τις εξηγήσεις μου. Έπρεπε να περάσουν μήνες για να καταλάβω πως οι σπασμωδικές αντιδράσεις του περασμένου χειμώνα ήταν η επιτακτική ανάγκη να πετάξω, χωρίς να έχω φτιάξει ακόμη τα φτερά. Κι όταν πας να χτίσεις πάνω σε σαθρά θεμέλια αυτοπεποίθησης ή αυτογνωσίας, η "προδοσία" έχει πιθανοθεωρητική βεβαιότητα. Ο χειμώνας αυτός δεν ήταν τίποτ' άλλο πέρα από αντιδράσεις πληγωμένου ζώου. Και η κάθε μέρα που ξυπνούσα σ' ένα κωλόσπιτο τίγκα στην υγρασία, διερωτώμενη γιατί κατάντησα εκεί, γιατί να σηκωθώ απ' το κρεβάτι μου κι αν έχω χρήματα να φάω, ήταν η ισχυρή αντιβίωση που στάλαζε βασανιστικά αργά στο μπράτσο μου κι επούλωνε σταγόνα - σταγόνα τα τραύματά μου.  Το "έχω περάσει και χειρότερα" δεν είναι ποτέ ισχυρό εμβόλιο, εκτός εάν το εμπλουτίσεις με όλα εκείνα τα αντισώματα που είχες αυτές τις όντως χειρότερες στιγμές, την πολεμοχαρή σου διάθεση. Εκεί το ζώο ορθώνει ανάστημα, ανασυγκροτείται, πιάνει το sniper κι ετοιμάζει τη διατριβή του στο κόψιμο κώλων. Ειδικά όσων, με απεριόριστη ανδροπρέπεια, προσπάθησαν να το καβαλήσουν όσο ήταν ήδη πεσμένο στο έδαφος. Χωρίς εκδικητικότητα ή απωθημένο, είναι περιττή αρνητική ενέργεια όταν γνωρίζεις πως η ζωή αποδίδει με τεράστια συνέπεια τα δέοντα σε όσους φοβούνται να σε δουν όρθιο. Είναι οι πρώτοι που ακουμπούν στο χώμα, με κάθε μικρό ή μεγάλο προοδευτικό σου βήμα. 

    - Εγώ γνωρίζω δύο Ζέτες. Αυτή που ήξερα μέχρι πέρυσι, κι αυτή που βλέπω τώρα. 

Κάπως έτσι λοιπόν στέκομαι μπροστά σου και μπορώ να αντικρίζω το βλέμμα σου στην ίδια ευθεία. Έχω μια πύρινη σφαίρα μέσα μου αλλά δεν με καίει πια, ούτε θέλω να την παραδώσω βιαστικά σε τρεμάμενα, ανάξια χέρια. Είναι ο μικρός μου ήλιος, και προσπαθώ να δυναμώνω το φως του μέρα με τη μέρα. Φυσώ την κάννη του όπλου και σου κλείνω πονηρά κι αυθάδικα το ματάκι. Όσο κι αν έχει σκληρύνει το δέρμα μου, όσο κι αν ταυτίζομαι μ' άλλα είδη του ζωικού βασιλείου κι όσο κι αν απεχθάνομαι τα χαζοναζάκια, ήταν έκπληξη ικανοποίησης πως μαζί σου αισθάνομαι ακόμη για κάποιο ρημάδι λόγο γατί. Που γουργουρίζει αμήχανα στο άκουσμα κάποιων εκφράσεων, χάνοντας τις δικές του, μαζί με το έδαφος κάτω απ' τα πόδια του, σ' ένα διαρκές πνευματικό σκάκι που δεν με τρομάζει πια.

Δεν μπορώ άλλα λόγια κι υποσχέσεις. Ούτε θέλω να σε απογοητεύσω ξανά. 
Ο δρόμος είναι ανοιχτός, δικός μας, γεμάτος πράξεις που μας ευχαριστούν.
Κάπως έτσι ξεκινούν οι μάχες με νόημα. 
Γουστάρεις; :) 
Προς το παρόν μου αρκεί που βλέπω τέτοια τοπία μαζί σου. Και κρατάω την ετοιμοπόλεμή μου διάθεση για όσα φέρνει ο χρόνος. 

https://youtu.be/pf4LsEnHdWQ
    
    

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

https://www.youtube.com/watch?v=ZWcc5VJiRVA

Έχεις παίξει ποτέ το "συμπλήρωσε το στίχο"; Πανεύκολο. Κάθεστε δυο άνθρωποι απέναντι, κατά προτίμηση μ' ένα κομμάτι χαρτί και λίγο αλκοόλ στο τραπέζι, και κόβετε και ράβετε ο ένας τις ρίμες του άλλου. Προσπάθησα να κάνω μόνη μου το ίδιο με το "Θα σπάσω κούπες" στην εκτέλεση της Σάττι, αλλά στις δέκα γραμμές πέταξα το κινητό στη γωνία. Θα γινόμουν η πιο άχρηστη στιχουργός από καταβολής κόσμου. Αλλα και στις εξομολογήσεις, εν γένει, πάσχουμε από σοβαρότατη έλλειψη τακτ. Ανοίγω την μπουκαπόρτα κι όποιον πάρει ο Χάρος, ειδικά αν παίζω για καιρό κρυφτούλι με την αλήθεια.

- Κούκουυυυ... Εδώωωω είμαι! Μην κάνεις πως δεν με βλέπεις... Σταμάτα να σκέφτεσαι, να διαλέγεις. Δεν είναι ώρα για μετρημένες, εντυπωσιακές λέξεις κι εξευγενισμένα λογάκια, τα έχουν γράψει και τραγουδήσει άλλοι πολύυυυ πριν και καλύτερα από σένα. Κούκου, είμαι το Καζολίν!

Αυτός ο υποθετικός μονόλογος της τίμιας κυρίας παίζει λούπα στο μυαλό μου εδώ κι μήνες. Νισάφι, λοιπόν. Πάρ' το, όπως είναι. Και πάρε και των ομματιών σου μαζί, αν θες.

Γιατί όσο ήμουν γονατισμένη σ' ένα βούρκο κακίας και ψεμάτων, ενώ φοβόμουν ότι θα μου δώσεις τη χαριστική κλωτσιά, ήσουν ένα απ' τα πιο δυνατά χέρια που με βοήθησαν να ξανασταθώ στα πόδια μου. Κι ας μην το κατάλαβες ποτέ.

Γιατί με σεβάστηκες.

Γιατί γουστάρω τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι τα χρώματα.

Γιατί για όσους λόγους θέλω να σου ρίξω σβουριχτά φιλιά στο μάγουλο, γι' άλλους τόσους θέλω να μου γυρίσεις τ' άλλο και να σε ταράξω στα χαστούκια. Ίσως το μόνο γεγονός για το οποίο μας ενώνει συναισθηματική αμοιβαιότητα. Το ίδιο ελκύει - το διαφορετικό εμπνέει.

Γιατί θα μπορούσα να μιλάω συνεχώς, χωρίς δισταγμό, και να πράττω όσα αισθάνομαι, χωρίς να νιώσω όπως σου περιέγραφα όταν με πρωτογνώρισες: ένα άδειο σακί. Και μάντεψε ποιος γέμισε τους ασκούς του Αιόλου μου με όνειρα. Ή, για να το θέσω και διαφορετικά, όπως μου το' παν, το πένθιμο μωβ που εξέπεμπε η αύρα μου το χειμώνα έγινε έντονο ασημί.

Γιατί το χαμόγελό σου είναι ισχυρό παυσίπονο με επήρεια ημερών, που κρατάει το δικό μου στην άκρη των χειλιών ώσπου να μουδιάσει.

Γιατί όταν κοροιδεύεις το κόλλημά μου με τα παιδιά, που σαλιαρίζω και τρέχω πίσω απ' οποιοδήποτε όμορφο μουσούδι, στους δικούς σου παλιμπαιδισμούς λιγώνω ακόμη πιο πολύ.

Γιατί όταν τραγούδησα πρώτη φορά μετά από χρόνια σε άνθρωπο χωρίς να ντραπώ καθόλου, δεν με πέταξες απ' το παράθυρο του αμαξιού να γλιτώσεις.

Γιατί χαίρομαι εξίσου τα ευφάνταστα παρατσούκλια που με βαφτίζεις ανά καιρούς, όσο και τα κοπλιμέντα σου.

Γιατί εκτιμώ την κρίση και την κριτική σου. Κι όταν με μαλώνεις, γιατί κατάλαβες πως έτσι μόνο παίρνει στροφές το ανάποδο κεφάλι μου, δεν έχω ακούσει ποτέ ούτε μισή νότα κακεντρέχειας στη φωνή σου.

Γιατί όταν σε είδα να πονάς, η λύπη και η συμπόνοια εναλλάσσονταν με το θαυμασμό. Έβλεπα δίπλα μου τον ωραιότερο άντρα που έχω αντικρίσει ποτέ.

https://www.youtube.com/watch?v=CusGBZh5V_4
Τόσες σκέψεις, κάθε στίχος, οράματα... Ο ιδανικός μου βιότοπος οι φαντασιώσεις. Τι θες ν' ακούσεις; Σενάρια ολόκληρα έχει φτιάξει η φαντασία μου η πλανεύτρα για εμάς. Αλμυρά φιλιά. Φτέρνες στην άμμο. Λευκά δροσερά σεντόνια σε απομονωμένα δωματιάκια. Τα χριστουγεννιάτικα φώτα της Αθήνας, όταν, τυλιγμένη σε 38 κασκόλ, θα προσπαθώ να σου δείξω τις μοναδικές όμορφες μέρες αυτής της ρημαδούπολης. Κατάμεστες αίθουσες αναμονής αεροδρομίων, με γκρίνιες, ενθουσιασμό και παγωμένες τρεμάμενες αναπνοές.
Ανούσιες, μικρές, υπέροχα ανέφικτες ιστορίες.

Γιατί αυτές οι εικόνες μαζί σου, ευχάριστες ή μη, στη σκέψη μου μυρίζουν πάντα ήλιο.


Για όλους τους παραπάνω λόγους, και για μερικούς εκατοντάδες ακόμη... Είμαι αθεράπευτα, ανήθικα κι απεριόριστα ερωτευμένη μαζί σου.


Τόσο δύσκολο ήταν; Τόσο αργά;
Μπορεί να συνυπάρξει ο πάγος με τη φωτιά, χωρίς ν' αλληλοκαταστραφούν; Δεν θα τολμούσα ποτέ, κι ούτε θα ήθελα να σε αγγίξω διαφορετικά. Όποιος νομίζει πως σ' έμαθε επειδή άκουσε τον αναστεναγμό σου σ' ένα μονό κρεβάτι, υποτιμά τραγικά τις σιωπηρές συζητήσεις μιας μοσχομυριστής αγκαλιάς.
Θα μου λείπει αυτή η αγκαλιά που δεν μοιάζει καθόλου με τη δική μου.
Η απαλή, καθαρή μυρωδιά της.
Κι όσο κι αν προσπαθήσω, υπεκφεύγοντας, να βρίσκω καταφύγια σε άλλες, το σώμα μου κλειδώνει αμυντικά από τις μάταιες συγκρίσεις.  Ποιο το νόημα;

"Μόνο όταν είναι μαζί σου τον βλέπω πραγματικά χαρούμενο".

Δεν το πιστεύω αυτό. Αλλά εδώωωω ακριβώς προκύπτει αυτό το μικρό, κούτσικο, τοσοδούλικο προβληματάκι. Έφταιγε η κακιά στιγμή, η εκτίμηση που μπήκε στην πορεία, ο σεβασμός σου, η τροχιά των αστεριών, οι χαρακτήρες, δεν ξέρω πως συνέβη το μοιραίον, αλλά..

Σ' αγαπάω.

Και δεν θα ρίσκαρα για τίποτα στον κόσμο -πόσο μάλλον για έναν έρωτα- να σβήσει αυτή η λάμψη απ' το πρόσωπό σου, όταν βλέπεις και χαμογελάς με την ξανθιά σκατόφατσα.
Αυτά, γενικά.
Χωρίς υπεκφυγές και μισόλογα πια. Είναι αργά, κι είμαστε και οι δυο κουρασμένοι...
Ας πούμε μια τελευταία καληνύχτα σε όσα έγιναν, σε όσα ξεψύχησαν πριν καν αρχίσουν κι όσα έπονται.

Καλό μας ξημέρωμα :)


https://www.youtube.com/watch?v=WK2siEQsADk





Σάββατο 16 Ιουλίου 2016

Lemons and tequila, φίλε μου...

Το πρόβλημα δεν είναι να βρίσκεσαι αρκετά μακριά απ' τον αρχικό στόχο, αλλά να τον έχεις ξεχάσει εντελώς...

Ποτέ δεν έκλαιγα εύκολα. Ούτε συχνά. Αλλά κάθε στιγμή που ένας κόμπος παλεύει να ελευθερωθεί και πνίγεται στο λαιμό σου μέχρι να νιώσεις ότι θα εκραγείς, μεγαλώνεις δέκα χρόνια. Ή μάλλον γερνάς, άσχημα.

Παράπονο λοιπόν; Σε είδα μετά από τόσο καιρό, την ώρα που δούλευα. Προσπάθησα να σκεφτώ πως ήσουν αόρατος, και μετά από λίγο κατάλαβα πως θόλωσαν τα μάτια κι είχα σφίξει ασυναίσθητα το λουρί της κάμερας πιο πολύ στο χέρι μου. Δεν μ' ενοχλεί το πρόσωπό σου, αφού δεν έχω κάποιο ερωτικό απωθημένο. Μ' ενοχλεί που γίνεται καθρέφτης όλων των λάθος επιλογών μου. Που άφησα, τόσο απροκάλυπτα, τον εαυτό μου να χρησιμοποιηθεί. Ποτέ δεν περίμενα να σε μισήσω. Κι όμως, ο λυγμός μετατρέπεται αμέσως σε θυμό, που καίει σαν ιώδιο στην άκρη της γλώσσας μου. Η γιούχα της εξέδρας μ' εξοργίζει. Το περιβάλλον σου, αυτά τα τσουτσέκια της γλάστρας που είτε ξεχνούν σκόπιμα πώς οδηγήθηκαν στη βολεμένη ζωούλα τους, είτε βυζαίνουν ακόμη το δάχτυλο της μαμάς ή του μπαμπά για να μην τους αφήσει ρέστους, και σηκώνουν ξαφνικά ανάστημα νομίζοντας πως μπορούν να κρίνουν εμένα. ΕΜΕΝΑ. Ευτυχώς είσαι απ' τους λίγους που ξέρεις πως, μ' ένα προκλητικό βλέμμα ή συμπεριφορά, θα 'χες φάει επιτόπου το τακούνι στο κεφάλι. Βέβαια απ' τη στιγμή που δεν μου είπες κατά πρόσωπο αυτά που ήθελες την κατάλληλη στιγμή, από δειλία, δεν πρόκειται να το κάνεις και ποτέ. Μπορώ πάντα να βασίζομαι σ' αυτό. Κι όχι μόνο για σένα, εννοείται.

"What the hell am I doing here?
I don't belong here..."
Αν περιμένεις πως όλες σου οι μέρες θα είναι ρόδινες κι αγγελικά πλασμένες, μάλλον είσαι πέντε ή έχεις υποστεί κάποιο είδος συναισθηματικής λοβοτομής. Στο λάθος τόπο όμως, κάθε κακή μέρα είναι καρφί στο φέρετρο της επιβεβαίωσης πως πρέπει να φτιάξεις βαλίτσες σύντομα. Μακριά απ' τη λεβεντογέννα που έχει περισσότερες λεβέντισσες, παρά λεβέντες. Χωρίς σπίτι, χωρίς την οικογένεια, μ' ελάχιστους που μπορούν να με καταλάβουν μ' ένα νεύμα. I know you love me as much as I do, but you haven't walked in my shoes... Δεν περιμένω όμως κανέναν, φίλο, αδερφό ή σύντροφο, να κάνει κουπεπέ το αδέσποτο, αδικημένο Ζετάκι. Πρώτον γιατί κατηγορώ αποκλειστικότατα το ξερό μου το κεφάλι, δεύτερον γιατί η ζωή δεν χρωστάει τίποτα σε κανέναν και τρίτον κι απλούστερον, ΠΟΙΟΣ ΧΕΣΤΗΚΕ. Κα-νέ-νας δεν είναι υποχρεωμένος να νταντεύει και να παίζει μποξ με τη μαυρίλα στο μυαλό σου. Αν το κάνει, γούστο του, κορδέλα του και σαφώς εκτιμητέο. Όμως οι εγωιστικές παραδρομές τύπου "τι έκανα για σένα" ή "τι θα έκανα στη θέση σου", δεν βοηθούν πουθενά. Στη δική μου περίπτωση, τ' αντισώματα είναι το περπάτημα και η εργασιοθεραπεία. Και κάνουν πολλά :)

Όταν δεν έχεις τίποτα δεδομένο στα χέρια σου, μπορείς να συνειδητοποιήσεις πιο εύκολα ότι τα έχεις όλα. Ειδικά αν μια ρομαντική διαστροφή σε κάνει να πιστεύεις πως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι. Όπως εκείνος ο ταξιτζής τις προάλλες, που μ' ανέβασε σπίτι με το ζόρι, χωρίς λεφτά, γιατί με είδε να περπατάω αργά τη νύχτα.
- Μην στεναχωριέσαι κορίτσι μου, όλα θα στρώσουν... Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα απ' το να μην έχεις λεφτά.
(Εμένα μου λες...) Έχεις φάει; Σίγουρα;
- Ναι, φαγωμένη είμαι, να 'στε καλά...
- Έχεις τσιγάρα ή να σου πάρω πακέτο;
- Μόλις πήρα, καμελάκι είναι... Να κεράσω;
- Όχι, από μένα θα πάρεις, μου λέει και βγάζει το μπλε Winston απ' την τσέπη του πουκαμίσου.
(Τόσο όμορφη η ρημάδα η ζωή, όταν είναι τόσο ειρωνική...)

Όπως είπε σοφά μια δική μου ψυχή, η εξυπνάδα έγκειται ακριβώς στο να μην προσπαθείς να την αποδείξεις. Κάπου εκεί το IQ μου μάλλον πιάνει τιμές θερμοκρασίας Νευροκοπίου, γιατί περνάω λάθος μηνύματα στους ανθρώπους γύρω μου. Λένε πως ελκύεις ό,τι χρειάζεσαι τη δεδομένη χρονική στιγμή. Ίσως πρέπει ν' αλλάξω καμία καμένη λάμπα στη νέον πινακίδα "ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΤΕΤΟΙΑ ΜΠΛΕΞΙΜΑΤΑ" που έχω μοστράρει στο κούτελο. Ένα μελίσσι από ωραίους, μοιραίους, δήθεν, εγωπαθείς, "μυστηριώδεις", που δεν καταλαβαίνουν πως χάνουν βερεσέ το χρόνο τους. "Και τι θες πια μωρή ντιβάρα, το άσπρο άλογο;", είναι η φυσιολογική αντίδραση. Νομίζω όμως πως η απάντηση είναι ακόμη πιο προφανής. Όσο και το ότι έχω καθρέφτη σπίτι μου, για να μην βγάζουμε την αυτογνωσία έξω απ' το παιχνίδι. Τα τέλεια, ατσαλάκωτα πρόσωπα, οι κοιλιακοί για να παίζεις sudoku και τα πορτοφόλια που δεν κλείνουν με δαγκάνες ήταν πάντοτε αδιάφορα ή απωθητικά στα μάτια μου. Έναν γαμημένο Άνθρωπο θέλω, να με ρωτάει αν πρόλαβα να φάω όλη μέρα και να τον βλέπω καμιά φορά φάντη μπαστούνη έξω απ' τη δουλειά μου για να με πάει σπίτι. Τόσο απλά κι ωραία. Και μέχρι να τον βρω, επειδή δεν πρόκειται να ψάξω κιόλας, εννοείται πως προτιμώ την ησυχία μου. 

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

Παράκληση, ρομαντισμός ή και τα δύο;

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που η συναισθηματική τους δοτικότητα θυμίζει μια μεγάλη, εντυπωσιακή λίμνη με άβαθα νερά. Βουτάς και μπορείς να διακρίνεις όλα τα κοράλλια στο βυθό τους, τα βήματά σου τον αγγίζουν κάθε στιγμή. Κι υπάρχουν κι εκείνοι που η αγάπη τους μοιάζει μ' ένα πελώριο, ανήλιαγο πηγάδι δίχως πάτο. Αν αποφασίσεις να βουτήξεις, δεν σταματάς ποτέ να βυθίζεσαι, ν' ανακαλύπτεις, ν' αναρωτιέσαι, όσο εκείνοι αναβλύζουν από πηγές στα έγκατα της γης, δημιουργώντας ρίζες, γόρδιους δεσμούς από χώμα κι αστέρια.

Έχεις σκεφτεί ποτέ την απροσμέτρητη δύναμη του ρήματος "θέλω"; Παιδιάστικο, καθάριο, εγωιστικό κι απόλυτο. Μέχρι ν' αντικατασταθεί από διάφανα, επίπλαστα "πρέπει". Ας μην περιφέρουμε υπόλευκα πουκάμισα ονείρων. "Θέλω", λοιπόν.

Θέλω να είσαι η πρώτη σκέψη, περήφανο κόσμημα στο λαιμό της μέρας μου, και το σωπαστικό φιλί της καληνύχτας.

Θέλω ν' ακούγεται στα μάτια το "ευχαριστώ" και το "σ' αγαπάω", χωρίς να ψιθυρίζεται στα χείλη. Τα λόγια κουράζουν πια.

Θέλω να με μαλώνεις όταν ξεπερνάω τα όρια. Κι όταν πεισμώνω, όταν αδειάζω τη βαλίτσα μου στο πάτωμα, να τραβάς τα γκέμια και να σπας το έδαφος κάτω απ' τα πόδια μου. Για να μαθαίνω.

Δεν θέλω να με φοβάσαι ή να με λυπάσαι. Να γίνομαι ήλιος κλέβοντας το δικό σου φως. Μόνο να φτιάξουμε το δικό μας, υπέρλαμπρο, μοναδικό αστέρι.

Θέλω να συγκρίνεις τον εαυτό σου με τους καλύτερους κι όχι με τους χειρότερους, για ν' ανυψώνεσαι. Να είσαι αυστηρός κριτής του εαυτού Μας.

Θέλω να γελάς μαζί μου αλλά κυρίως εις βάρος μου. Ν' ανακαλύπτω πετράδια στο χαμόγελό σου και να λιώνω, πιο πολύ κι απ' τη δύναμη της αγκαλιάς σου.

Θέλω να παγώνει το αίμα στ' ακροδάχτυλα όταν ακούω τη φωνή σου. Να πάλλονται οι φλέβες μου κάθε φορά που με κοιτάς. Να μ' αγγίζεις χωρίς να μ' ακουμπάς καν.

Αν με σεβαστείς, αν σ' εκτιμήσω, θα έχεις δίπλα σου έναν αιώνια θερμό χειροκροτητή στα έργα σου. Μην σε ξεγελούν τα νεύρα και τα πείσματα, είναι προπετάσματα για να σε δοκιμάσω. Δεν γουστάρω τα παράσημα και τ' αρχηγιλίκια. Είμαι πιστό σκυλί, αφοσιωμένος θαυμαστής της εικόνας σου, ένας ικανός στρατιώτης σε κάθε πεδίο της μάχης για ν' απαλλαγούμε απ' το ζυγό του "εγώ" και να πορευτούμε στο "εμείς".

Θέλω ν' ανακαλύπτω κάθε μέρα, κάθε στιγμή, νέες λέξεις και πράξεις που δίνουν χρώμα και σχήμα στην έννοια του "σ' αγαπάω". Κι όταν συμβαίνουν, να μου φαίνονται μηδαμινές κι ανάξιες.

Θέλω να είμαι δική σου. Να σου δώσω όσα δώρα πολύτιμα έχω φυλάξει μόνο για Σένα. Κι αν κουραστείς, αν σε πνίξει η τόση αγάπη μου, να 'χεις το θάρρος να με σπρώξεις μακριά, ώστε κάθε κύτταρο του κορμιού μου να εφευρίσκει τρόπους να μένω εκεί, ματωμένη αλλά ευτυχισμένη που είμαι όρθια.

Ποιος είπε πως δυο άνθρωποι δεν μπορούν ν' απαρτίζουν οικογένεια;...

Θέλω να βρω την αγαπημένη σου κούπα για να πίνεις καφέ το πρωί. Να ξεκουράζομαι απ' τη συγκατάβαση στο βλέμμα σου, μπροστά σ' ένα αχνιστό πιάτο που θα σου μαγειρέψω μετά απ' την πιο δύσκολη μέρα. Να κρατάω το χέρι σου πάνω στο λεβιέ του αυτοκινήτου και να ξέρεις πως είσαι η πιο δύσκολη, η λατρεμένη μου διαδρομή. Να βρούμε μια φράση ξεχωριστή, δική μας, μια μυστική δίοδο επικοινωνίας ως "έξοδο κινδύνου" σε ιδιόρρυθμες καταστάσεις. Να σε σφίγγω πάνω μου και να νιώθεις πως δεν σου λείπει τίποτε. Να χάνει η καρδιά μου ένα χτύπο, κάθε φορά που αισθάνομαι τη μυρωδιά σου. Να χαιδεύω για ώρες εκείνο το σημάδι στο μέτωπό σου, την ουλή στη μέση, και να λατρεύω ακόμη περισσότερο τη γκρίνια σου γι' αυτά.

Εκεί που σταματά η σπατάλη πηγάζει η ανάκτηση. Καταλαβαίνεις πως είσαι ευτυχισμένος, όταν τα ωραιότερα ξημερώματα της ψυχής σου δεν τα έχεις ζήσει ακόμη. Μαζί.





Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

What about daddy cool?...

    Μάιος. Ο μήνας των ευωδιαστών αισθήσεων και των παραισθήσεων. Το πρώτο δειλό φιλί στο καλοκαίρι. Για τους περισσότερους, μια ευκαιρία για αναθεωρήσεις κι ανθοφόρηση κάθε είδους. Για μένα, η σημερινή μέρα είναι μια μαύρη πινελιά σ' ένα χρωματιστό τοπίο.

    Ποτέ δεν χρειάζεσαι ιδιαίτερη πρόσκληση για να στρογγυλοκαθίσεις στο θρόνο της μνήμης μου. Έχεις ένα δωμάτιο κατάδικό σου, άλλωστε. Ακριβώς όπως θα σου άρεσε. Μικρό αλλά επιβλητικό, πέτρινο, δροσερό, με σκούρα μπλε παντζούρια και τη μυρωδιά του καυσόξυλου στο τζάκι. Και η ψυχή σου πλανάται κάπου ανάμεσα στα ξύλινα φθαρμένα έπιπλα, στα εργαλεία σου, μ' ένα τσιγάρο μόνιμα σφηνωμένο στα χείλη.
[Πώς τον άφησα να περιπλανηθεί στο χώρο σου, ν' αγγίξει τα πράγματά σου, να πάμε μαζί για ψάρεμα; Δεν μπορούσες να μου στείλεις ένα προειδοποιητικό σήμα, ένα βρισίδι, μια συμπαντική μούτζα έστω;]

    Δεν ξέρω γιατί, αλλά σε νιώθω πιο έντονα κοντά μου την πρώτη πραγματικά ανοιξιάτικη μέρα κάθε χρόνου. Όταν μυρίζω το αλάτι της θάλασσας στον αέρα, όταν η κάψα μιας ηλιόλουστης Κυριακής ζεσταίνει την πλάτη μου. Αλμύρα, καπνός, χώμα, κύματα κι ανταριασμένα όνειρα. Μυρωδιά πιο ζεστή στη μνήμη μου κι απ' την κολώνια σου, το Le Male του Gaultier εδραιωμένο δεξιά στο ραφάκι του μπάνιου.

    Όταν αναστηλώνω στο μυαλό μου την εικόνα σου, μου χαλούν τη σύνθεση μερικά άσχημα, πρόσφατα καρέ. Έτσι, προτιμώ να ταυτίζεσαι μ' ένα ατελείωτο ταξίδι. Τακτοποιούσες με μεθόδους Βελτιστοποίησης - τέτρις τα πράγματά μας στο πορτ - μπαγκάζ (ευτυχώς που σου μοιάζω και στα καλά), έβαζες στο τέρμα τις μουσικές που γουστάραμε, από Carl Orff μέχρι Μetallica και Within Temptation, κλέβοντας τις μπαγκέτες του Θάνου απ' το πίσω κάθισμα και κρατώντας το ρυθμό στο τιμόνι. Δίπλα σου έμαθα να είμαι σωστός συνοδηγός - σιωπηλή όταν χρειαζόταν, με φρεσκοφτιαγμένα cd στο ντουλαπάκι του Galloper, καφέ στα χέρια, την πρώτη ρουφηξιά απ' το μπλε Winston που σου άναβα για να μην αποσπάται η προσοχή σου στην Εθνική.
Μετά από τόσα μικρά και μακρινά ταξίδια, η πρώτη διαδρομή που μου έρχεται στο μυαλό είναι μια φορά (προφανώς) στο Πήλιο, όπου έτυχε για κάποιο λόγο και πήγαμε μόνο οι δυο μας. Παγωμένοι πέτρινοι τοίχοι ενός τόσο ψυχρού Μάρτη, που μ' ανάγκασε να βγάλω όλο το τριήμερο δίπλα στο τζάκι τυλιγμένη με όσα ρούχα κρατούσα μαζί, το ένα πάνω στο άλλο. Ξεμυτίσαμε μόνο ένα απόγευμα ως το Τρίκερι για ψαρομεζέδες και τσίπουρο, "για να ζεσταθούμε και λιγάκι, ντε", και καταλήξαμε τύφλα με κενά μνήμης για το πώς φτάσαμε σπίτι. Δεν οδηγούσα ακόμη τότε για να σε μαλώνω, όπως έκανα αργότερα, κι ας μη μου ξανάδωσες ποτέ τέτοια αφορμή. 

    Μια απόλυτη σχέση παραδίδει τα όπλα στις τυπικότητες, και στέλνει στον αδιάβαστο σύνδρομα Ηλέκτρας και λοιπά συμπαρομαρτούντα. Ποτέ δεν ένιωσα την έλλειψη της πατρικής φιγούρας, την ανάγκη της διεκδίκησης, ούτε κάλυψα τις ανασφάλειές μου στο πρόσωπο ενός πολύ μεγαλύτερού μου άντρα. Ήσουν πάντα εκεί. Ο στυλοβάτης. Ο Ένας. Χωρίς υπερβολές και υπερπροστατευτικότητες, παρά μόνο χάδια, γλυκές κουβέντες και μια σταγόνα φιλίας στον ωκεανό μιας αγάπης απροσμέτρητης. Στο τηλέφωνο οι φίλοι μου μας παρεξηγούσαν, δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι μιλούσαμε κατ' αυτό τον τρόπο με τον πατέρα μου. Κι όμως, οι ουσιαστικές κουβέντες επιβράβευσης, η έγκριση και τα "μπράβο" ήταν κοπιαστικά σπάνια, ακριβώς όπως τους άρμοζε. Και το "κοριτσάρα μου" άστο, ας πούμε πως το πήρε ο άνεμος μιας παρωχημένης τρυφερότητας σε άλλα χείλη. Κανένα κοπλιμέντο όμως δεν μπορεί να επισκιάσει τη γλύκα του "τυπάκι μου", όταν το πρόφερες μ' εκείνο το χαμόγελο, όλο καμάρι.

    Μου έδωσες πνοή, με προίκισες με το χαρακτήρα σου, την κριτική σκέψη και ένα αυστηρό βλέμμα αρκετά χρήσιμο, όταν έπρεπε να μάθω να κολυμπώ στη λίμνη με τους καρχαρίες που με πέταξες. Και συγκινιόσουν σαν μωρό παιδί όταν διέκρινες τις ομοιότητες, οι άμυνές σου κλυδωνίζονταν στα πιο απλά καθημερινά πράγματα. Όταν σου έστελνα λουλούδια, εμφανιζόμουν φαντομπάστουνο στην Αθήνα για να σας κάνω έκπληξη ή σε περίμενε ήδη στα φοιτητικά μου ντουλάπια ένα κρητικό γλυκό που αγαπούσες.

"Και ξόδεψα και μοίρασα και μάλλον ξεχρεώνω
μια στοίβα χρόνια ασθενικά με μια αγκαλιά σκουπίδια.
άλλα να θέλω σαν τρελός και μ’ άλλα να ματώνω, 
φυγές να σκάβω μες στη γη και να γυρνώ στα ίδια."

     Η τελευταία μου "επίσκεψη" ήταν πριν δυο χρόνια, όταν ο πόνος είχε δώσει τη θέση του σε βουρκωμένα χαμόγελα. Με λίγα λουλούδια απ' τις γλάστρες μου, αφού δεν κατάφερα να κρατήσω το δικό σου κηπάκι. Είχα αποφασίσει τη "φυγή" μου, για ακόμη μια φορά, κι είχα απόλυτη ανάγκη τη συμβουλή, την αύρα της γνώμης σου σ' ένα κενό τοπίο. Και, σαν γνήσιο είδωλό σου στον καθρέφτη, πλήρωσα ακριβά το τίμημα της έλλειψης κι έπεσα με τα μούτρα σε επιλογές που νόμιζα πως θα μου δώσουν ό,τι είχε λαχταρήσει η ψυχή μου. Επιλογές - ευκαιρίες σε ανθρωπάκια που κανονικά δεν θα χαράμιζα το σάλιο μου ούτε για να τους φτύσω. Ποτέ δεν το μετάνιωσα, όπως ξέρω ότι δεν το μετάνιωσες ούτ' εσύ. Ίσως ήμουν πιο τυχερή γιατί η ηλικία μου δεν μου επιτρέπει να φοβάμαι τόσο τη μοναξιά, κι εξαπολύω μόνο στον εαυτό μου τα "κατηγορώ". Γιατί ξέχασα, έστω και για λίγα χρόνια, τη Γεωργία που ανέθρεψες.

"Κοιτάζοντας τις φωτογραφίες σας, βλέπω μόνο απίστευτη τρυφερότητα κι αγάπη. Πόσα παιδιά νομίζεις ότι μπορούν να έχουν τέτοια βλέμματα στο οικογενειακό τους άλμπουμ; Ξέρεις πόσο τυχερή είσαι; Πότε θα μάθετε να πουλάτε ακριβά το τομάρι σας, γαμώ το κέρατό μου;"

"Και στο κορίτσι χίμηξαν αγέλες από χρόνια"
Kαι το τώρα;...

    Κοίταξέ με. Πλησιάζω τα τριάντα πια. Κι εδώ και τέσσερα γενέθλια, κανένας δεν με παίρνει τηλέφωνο τη νύχτα να μου ευχηθεί στη μία παρά εικοσιπέντε, ακριβώς την ώρα που γεννήθηκα. Έχω κοντά ξανθά μαλλιά και λίγα τατουάζ ακόμη, έτσι για να χεις λόγο να μου γκρινιάζεις με λογύδρια περί ομορφιάς στη φυσικότητα, όπως κάθε φορά που μ' ακουμπούσε ψαλίδι, πινέλο ή βελόνα. Δεν πρόλαβες το πτυχίο που υποσχόσουν. Ευτυχώς, ένα πλασματάκι σπάνιο διάλεξε στην ανθοδέσμη μου τα μπλε τριαντάφυλλα που θα κρατούσες κι εσύ. Όπως εκείνο το βράδυ που γύρισες απ' τη δουλειά με μια αγκαλιά από δαύτα, γιατί σου μαρτύρησε η μάνα ότι πρωτοαδιαθέτησα, και μου είπες πως ο γυναικείος δρόμος που θα ξεκινούσαν τα βήματά μου θα 'ταν όμορφος και γεμάτος αγκάθια. Όμως δεν είδες ούτε και την πρώτη άσπρη τρίχα να δεσπόζει περήφανα στη χωρίστρα μου. Εκεί ακριβώς πάνω στο σημαδάκι απ' τα πρόχειρα ράμματα, αφού γυρίσαμε μαζί τη μισή Αθήνα για να βρούμε γιατρό, όταν η Βάσω λιποθύμησε στη θέα του αίματος. Κατάφερα ήδη να διαλύσω τα στραβά γονατάκια που μου κληροδότησες, αλλά δεν σταματούν να τρέχουν. Το υπόλοιπο πακέτο, η "κορμοστασιά της μάνας σου" όπως έλεγες όταν ήθελες να με παινέψεις, δεν της μοιάζει σχεδόν καθόλου πλέον, αλλά τουλάχιστον έμαθα να την χρησιμοποιώ σαν ασπίδα. Και συχνά κρατάω μια φωτογραφική στα χέρια, γιατί δεν μπορώ πια να τραγουδήσω. 

"Μπορεί να πούλησα κι εγώ κάτι απ' τη ψυχή μου
Αφού μου τη ζητήσανε, γιατί να μην κεράσω...
Μόνο που είχα πρόβλημα αν ήταν στην τιμή μου
ή μου την κλέψανε κι αυτή μ' ένα κρυμμένο άσσο"

    Ο μοναδικός λόγος που χαίρομαι για την απουσία σου, είναι πως αν αυτή τη στιγμή είχες επίγνωση ορισμένων καταστάσεων θα 'χες έρθει με το πρώτο καράβι να ρίξεις αναδρομικά όσο ξύλο δεν έφαγα ποτέ ως πιτσιρίκι, πρώτα σε κάποιους και τέλος σε μένα, που έπαιξα την αυτοεκτίμησή μου στα ζάρια του κάθε κερατά. Και ποιο το νόημα; Τι έχασα τελικά; Μια πρέζα αθωότητας και το παιδικό βλέμμα της ψυχής μου. Κέρδισα όμως τα ομορφότερα χαμόγελα, σε ταξίδια που δεν χαρτογράφησε κανείς άλλος για μένα... Κι ας μου λείπουν τα ανήσυχα τηλέφωνα στις τρεις το χάραμα, όταν πρωταγωνιστούσα στους εφιάλτες σου.

- Τώρα άρχισε να καθαρίζει σιγά σιγά το πρόσωπό σου.

"Ξέρω καλά τι πέρασες, βλέπω σκιές στο σώμα
 Ξέρω, νιώθεις πως γέρασες, μα κράτα λίγο ακόμα..."

    Μετά από τόσο καιρό, τα βρεγμένα μου ρούχα άρχισαν να στεγνώνουν στον ήλιο. Γελάω με την καρδιά μου κι ερωτεύομαι. Τις ανεπαίσθητες κινήσεις αγάπης, μια σταγόνα τρέλας σε ηλιόλουστα βλέμματα, τις σπίθες διακριτικού ενδιαφέροντος, τις μελωδικές νότες ενός ηχοχρώματος που σε μαγνητίζει σε μια φωνή, τη μυρωδιά της νωπής γης και του γιασεμιού, αλλά κυρίως αρχίζω κι ερωτεύομαι τη Ζέτα. Ξέρω πως δεν θα σου άρεσε αυτό το παρατσούκλι, όπως δεν διάλεξες ούτε τ' όνομά μου. Έτσι μ' έκανες όμως, κι έτσι επέλεξα να είμαι. Χωρίς άγκυρες αναμνήσεων, παρά μόνο τη δική σου σαν ξόρκι στους φόβους μου. Η πυξίδα που σε αναγκάζει να μην χαμηλώνεις το βλέμμα. Κι αυτό το τομάρι το στραβοκάνικο, το σαφρακιασμένο, έμαθα επιτέλους να το κοστολογώ σωστά, χωρίς εκπτώσεις απόγνωσης.

    Ξέρω ότι θα με καταλάβαινες. Της ίδιας βλαμμένης συνομωταξίας είμασταν, άλλωστε. Όπως ξέρω πως ο άντρας, ο "πρίγκιπας" που θα διαλύσει οριστικά τα συννεφάκια της βατραχοσυμμορίας που καπηλευόταν φιλιά, θα έχει κατιτίς μικρό από σένα. Λίγο έξυπνος, λίγο επιχειρηματικό πνεύμα, λίγο μικρόσωμος, λίγο "μέσα σ' όλα", όπως έλεγες, λίγο δουλευταράς, λίγο ευέξαπτος. Μπορεί να φωνάζει και να επιβάλλεται τόσο, που να νομίζεις πως ψήλωσε δυο κεφάλια. Ίσως ξέρει να εκτιμάει ένα ζευγάρι τριμμένα Timberland, όπως το πιο κομψό του κουστούμι. Ή να τριγυρνάει στους δρόμους μιας ξένης χώρας σαν αγρίμι με βλέμμα χαμένο, χαίτη, γενειάδα και μια κιθάρα στην πλάτη. Θα παραδίδεται άνευ όρων σε όσους αγαπάει. Μπορεί να καταγράφει τις σκέψεις του με ιστοριούλες στο χαρτί, όποτε προλαβαίνει ή το θυμάται. Ή να χτυπιέται με ροκάκια σαν τρελός, κι ας ξέρει πως το σώμα του ήταν ανέκαθεν τσακωμένο με το ρυθμό. Και μακάρι να σκεφτεί κάποτε να γεμίσει όλο το σπίτι με κόκκινα τριαντάφυλλα στα γενέθλιά μου, όπως έκανες εσύ έκπληξη στη μάνα μου. Κάθε χρόνος και λουλούδι. Κάθε λουλούδι και γλυκόπικρη, μοναδική μυρωδιά. Χρόνια αγκαθωτά κι υπέροχα, που αξίζουν την κάθε στιγμή. Οι άνθρωποι που αγαπιούνται τόσο πολύ και δένονται στα ζόρια έχουν την επιβλητική ομορφιά δυο βράχων σμιλεμένων στην ακροθαλασσιά. Δεν σου επιτρέπουν να τους λυπηθείς, παρά μόνο να κάνεις χάζι το τοπίο.

"Θέλω να δω τ’ άσπρο του κόσμου
μέσα απ’ τα μάτια ενός πιτσιρικά
να ημερέψω λίγο φως μου
κι όταν θα γεννηθεί ο γιος μου
θα μου τα μάθει της ζωής τα μαγικά."

Εδώ γελάνε. Λες; Αποκλείεται... Αλλά λέω αν, τώρα... Αν. Εύχομαι μόνο να έχει τα μάτια σου. Τα υπόλοιπα, τα ουσιώδη, θα τα φροντίσω εγώ.

Κι επειδή πολλή "κατάθλιψη" γενικότερα μας πήρε στο κατόπι, μαζί με όσα έπονται, καιρός να σοβαρευτούμε και να στρώσουμε. Άντε, ώρα μας είναι, "γαμώ τα υπουργεία μου!" :)

https://www.youtube.com/watch?v=uX_hoOEfO1Y




Τετάρτη 23 Μαρτίου 2016

Χτίσε μια γέφυρα*

Κι επειδή με βαρέθηκα κι εγώ τελευταία με τα γράμματα - σεντόνια, ας πούμε δυο απλές σύντομες κουβέντες στο Παπαδακικό στυλ, που ταυτίζει συναισθήματα με αντικείμενα, χρώματα και μυρωδιές.

"Being alone doesn't necessarily mean being lonely"
Μοναξιά;
Μερικές φορές, η μυρωδιά του πικρού γαλλικού στο πρωινό φλυτζάνι, ή το κακομαγειρεμένο φαγητό που ζεσταίνεις μηχανικά. Κι άλλοτε, η γλυκιά γεύση της σοκολάτας στα δάχτυλά σου, καθώς αναπνέεις στο αεράκι του δρόμου, χωρίς να σε νοιάζει αν θα σε δει κανείς. Μεθυστική, παιδιάστικη ελευθερία.

Παιδική ευτυχία;
Μυρωδιά καπνού, ζεστού pancake τα χαράματα. Ύπνος σε στιβαρές αγκαλιές και γόνατα, κάτω απ' το τραπέζι ενός κατάμεστου ρεμπετάδικου. Και κωλοτούμπες στη μαλακή μοκέτα του ευρύχωρου σαλονιού, με τα ηχεία στο τέρμα.

Παραδοχή;
Η αίσθηση πως δεν μπορείς να παίξεις μουσική σε μια ξεκούρδιστη μπάντα. Και το ανικανοποίητο μιας παράστασης με κακό τέλος, όταν ανάβουν τα φώτα του θεάτρου.

Έρωτας;
Τα κρυμμένα νοήματα που ανακαλύπτεις σε κάθε μουσική νότα, κάθε συλλαβή, ταυτίζεις και ταυτίζεσαι. Κι ένα τραγούδι που καταχωρείται αυτομάτως στο mp3 σου και στην προχρονική μνήμη, αν το έχει στείλει εκείνος.

Φόβος;
Το χρώμα ενός θολού, σχεδόν ολόγιομου φεγγαριού, κι ο ήχος του κρυστάλλου όταν σπάει.

Όνειρο;
Μυρωδιά τυπωμένου χαρτιού. Και μια πεταλούδα μπροστά στα μάτια σου, ακριβώς τη στιγμή που μνημονεύεις έντονα μια ψυχή.

Χωρισμός;
Μια μπλε δερμάτινη ζώνη με μια σκαλιστή, μεταλλική πυξίδα. Την ερωτεύτηκες με την πρώτη ματιά. Δώρο μετ' επιστροφής, που ανοίγεις τρύπες για να κάνει στα δικά σου μέτρα. Μάλλον ταίριαζε περισσότερο σε σένα τελικά, γιατί ποτέ δεν σε έσφιγγε.

"Να σωματοποιείς τα συναισθήματά σου." Άνθρωπος που εκτιμά ειλικρινά την ολιγόλεπτη συνοδεία σου στο περπάτημα, αξίζει να λιώσεις για χάρη του όλα τα παπούτσια του κόσμου στην πεζοπορία.

"Θα 'θελα να ήμουν εκεί". Πόσο ανώριμη ευχή, αλήθεια!
Θέληση, μυαλό και πόδια αρκούν πια. Μεγαλώσαμε για να δίνουμε εφηβικά παρατσούκλια στους φόβους μας.
"Οι άνθρωποι χρειάζονται τις δικαιολογίες τους! Μην τους γδύνεις..."
Ίσως αν πάψεις να είσαι τόσο ατσαλάκωτος, αν περπατήσεις έστω για μια φορά γυμνός στα απόμερα σοκάκια της σκέψης σου, να ταιριάζουμε περισσότερο.
Δεν θέλω να είσαι ευάλωτος. Δεν θέλω να σε "παρηγορήσω" με τυπικότητες και αμπελοφιλοσοφίες. Όποιος έχει σεργιανίσει στα δικά σου βήματα, σε σέβεται.
Να σου κρατάω το χέρι θέλω. Να χαιδεύω την πλάτη σου σε σιωπηρές αγκαλιές. Να μαγειρέψω κάτι άνοστο, και να μην ντραπείς να πετάξεις τη μπουκιά. Να σε κάνω να γελάς. Να σε νανουρίζω. Να δούμε ταινίες και ν' ακούσουμε μουσικές που θα ταυτιστούν αργότερα όπως ο ήχος της φωνής μας.

Μη με μαλώνεις. Αντέχω πολύ περισσότερο απ' όσο φαντάζεσαι. Δεν θες να ξέρεις για το παρελθόν, και σ' εκτιμώ λίγο παραπάνω γι' αυτό. Σου αρκεί όμως πραγματικά η εικόνα που βλέπεις;

Μην με κρίνεις, σε παρακαλώ. Περισσότερο απ' την εξεταστική σου ματιά, τρέμω μήπως με φοβάσαι εσύ.
Είμαι πολύ πιο χαζή απ' όσο πιστεύεις, έχω μεγάλη καρδιά και δυνατά χέρια. Και γουστάρω να σε περάσω απέναντι, με όποιους τρόπους έχω μάθει κι αντέχω. Χτίζοντας και γκρεμίζοντας γέφυρες. Σπρώχνοντας, τραβώντας, κολυμπώντας, όπως χρειαστεί. Αρκεί να σε καμαρώνω, όταν τα μάτια μας κοιτούν στην ίδια ευθεία. Περισσότερο απ' τη λέξη "σωτήρας", μισώ τη λέξη "ευχαριστώ". Τις χρησιμοποιούν και τις έχουν ανάγκη μόνο οι άχρηστοι, οι αδύναμοι και οι ανικανοποίητοι. Να το θυμάσαι αυτό. Οι υπόλοιποι, απλώς αφήνουν τα γεγονότα και τις πράξεις να μιλήσουν για εκείνους.

Θα σε περιμένω χαμογελαστή στην όχθη, με το τσιγαράκι που τόσο σιχαίνεσαι. Αλλά αν χρειαστεί, θα το κόψω κι αυτό. Σε φιλώ. :)









Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Love (and read) me if you dare, pt.2: Όλες του κόσμου οι Κυριακές

Πριν από λίγο καιρό έγραψα ένα τεράστιο γράμμα για τον άνθρωπο που έδωσε μορφή και σχήμα στην έννοια της αγάπης στο μυαλό μου. Για να μην ξεχάσω, για να εξυψώσω κατηγορώντας εμένα. Η διαφορά στον έρωτα είναι πως δεν χρειάζεται λεκτικά φτερά για ν' ανυψωθεί, είναι ο Ίκαρος που δεν καίγεται ποτέ απ' τον ήλιο της μνήμης σου. Επιτέλους λοιπόν... :)

    Υπάρχουν ερωτικές ιστορίες έντονες, αδιάφορες, σύντομες, απωθητικές, κινηματογραφικές. Εδώ πρέπει να προετοιμαστείς για ένα σίριαλ που τα έχει όλα: πάθη, μίση, ίντριγκες, αδιαφορία, δράματα, γέλια, φιλική αγάπη, προσωρινά απωθημένα. Και προφανώς είναι μια ιστορία που δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ με τη φράση "κάπως έτσι αγάπες μου γνώρισα τον πατέρα σας". Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι μεγαλύτεροι έρωτες δεν λουφάζουν ποτέ για καιρό στο ίδιο κρεβάτι, ανίκανοι να συμβιβαστούν με αγκαλιές χωρίς μυρωδιά μπαρουτιού. "Τέσσερα χρόνια απ' τη ζωή μου ήταν πολλά, πάρα πολλά." Υπεραρκετά για να τα διηγείσαι αργότερα σε χαρούμενα έκπληκτους ακροατές.

    Δεν πίστευα ούτε πιστεύω στον κεραυνοβόλο έρωτα. Σε γνώρισα λίγες μέρες πριν μάθω τα αποτελέσματα των Πανελληνίων μου. Όταν η δεύτερη σκέψη, μετά την έκπληξη, ήταν η χαρά πως θα σ' έβλεπα συχνά, θα 'πρεπε να υποψιαστώ κάτι. Όταν τύπωσα μια φωτογραφία που σε είχα τραβήξει για να την έχω μαζί μου στο ταξίδι, να καμαρώνω το βλέμμα σου. Η πρώτη εικόνα που μου έμεινε στο μυαλό ήταν πως είχαμε ίδια μέρα γενέθλια και ίδιους στόχους για το μέλλον. Ήταν αρκετή για να περάσει ένας μήνας με το πιο γλυκό συναίσθημα προσμονής που θυμάμαι. Τα πρώτα ξενύχτια, τα γέλια, τα ποτάμια του ούζου, ο κόμπος στο στομάχι τις μέρες που ήξερα πως δεν θα 'ρχοσουν μαζί μας. Κι όταν άρχισα πια να κουράζομαι απ' την απελπισία ενός αβέβαιου "παραπέντε", ήρθε η νύχτα που τ' άλλαξε όλα. Τις νιώθεις αυτές τις νύχτες, μυρίζεις την αστερόσκονη στον αέρα. Τέσσερα βλαμμένα που μιλούσαν κι ονειρεύονταν δίπλα στη θάλασσα. "Μην με πάτε σπίτι, θέλω να περπατήσω". Ήμουν τόσο ανασφαλής που δεν είχα καταλάβει τίποτα, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μέχρι ν' ακούσω αργότερα τον ήχο του μηνύματος στο κινητό μου.

- Πες το αστείο, γελοίο, όπως θες, δεν με νοιάζει. Σε σκέφτομαι.
...
- Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Θέλω να σε πάρω αγκαλιά.
Μπόινγκ, μπόινγκ, μπόινγκ. Κάπως έτσι άρχισα να πιστεύω στα θαύματα και να κάνω το σαλόνι-κρεβατοκάμαρα σε 0.3 χοροπηδώντας. Καρδιά και σώμα βατραχάκι. Πώς να μιλήσεις, αν κλείσει το στόμα σου φιλί σαρκοφάγο μόλις ανοίξεις την πόρτα; Ένα απ' τα ωραιότερα βράδια της ζωής μου μας βρήκε αγκαλιά στον καναπέ, να γελάμε με τον χρόνο που θα είχαμε γλιτώσει αν ο κολλητός μας άνοιγε το στόμα του, αφού του είχαμε μιλήσει αμφότεροι.
Όλα τα όμορφα τελειώνουν γρήγορα, αν είσαι μικρός κι ανίκανος να τα διαχειριστείς. Κάπως έτσι μετά από λίγο καιρό εσύ με άφησες για άλλη κι εγώ βρέθηκα με άλλον. Υποκριτική αδιαφορία, δολοφονικά προσχήματα λόγω παρέας, βλέμματα που σπάνε κόκκαλα, αμοιβαία ένταση και θυμός. Και φαινομενική λήθη. Μέχρι τη στιγμή που βρεθήκαμε ένα ξημέρωμα στο ίδιο κρεβάτι, με αγκάλιασες τόσο σφιχτά που μούδιασα και τυλίχτηκες σαν μωρό στην πλάτη μου. "Συγγνώμη". Τότε άρχισα να καταλαβαίνω γιατί ήσουν τόσο μετρημένος στα λόγια. Σπάνιες, αντρίκιες κουβέντες, που δεν ζητιανεύουν ερωτικά ανταλλάγματα.

    Αρχίσαμε να μιλάμε. Αρχίσαμε να γνωριζόμαστε, δειλά δειλά, κερδίζοντας το χαμένο χρόνο. Ατελείωτες συζητήσεις, σχεδόν καθημερινές, ως το πρωί. Αν το πάθος κι ο θαυμασμός είναι η σπίθα του έρωτα, η εκτίμηση είναι ο αέρας που δυναμώνει τη φωτιά. Κάποτε βρήκα τις συνομιλίες μας και συγκινήθηκα απ' την προσπάθειά σου να με προσγειώσεις απ' το ροζ συννεφάκι μου, απ' την προστατευτικότητά σου. Δεν καταλάβαινα τότε ότι μοιάζαμε τόσο πολύ. Με τη διαφορά ότι είχες ανέκαθεν ένα πολύ πιο δυνατό κι ώριμο μυαλό. Ντρεπόμουν ακόμη και να σε ρωτήσω για μια απορία μου σε μάθημα, πόσο μάλλον να σου πω αυτά που αισθάνομαι. Μου μιλούσες όπως θα μιλούσα στον εαυτό μου λίγα χρόνια αργότερα. Σε συμβούλευα για τα ερωτικά σου όπως θα συμβούλευα ένα φίλο, κι έριχνα κουτουλιές στον τοίχο δίπλα μου, συνήθως αγκαλιά μια μαυροδάφνη. Κλαιγόμουν στις φίλες, έγραφα γράμματα - σεντόνια τα οποία κατέστρεφα την επόμενη μέρα. Κι όταν αυτή η ατμόσφαιρα του παραπέντε έγινε άλλη μια φορά βρόγχος στο λαιμό μου, λίγο πριν χωρίσουμε και οι δυο, έκανες την αρχή και μιλήσαμε με ανοιχτά χαρτιά. Πώς να συγκρατήσεις ένα ορμητικό ποτάμι με ένα κλωναράκι λογικής; Το επόμενο πρωί ταξίδευα για Αθήνα, κι είχα ένα τεράστιο άυπνο χαμόγελο σφηνωμένο στη μούρη μου, με το φόβο να μην προδοθώ στους άλλους της παρέας. Γλυκιά μυστικοπάθεια. "Σ' ένα μινοράκι σ έβαλα κρυφά...."

    Ακόμη και τώρα, πιστεύω ότι είμασταν ανίκανοι να κρύψουμε το οτιδήποτε. Στα μη αδιάφορα μάτια, η ενέργεια μεταξύ δυο ανθρώπων είναι σχεδόν χειροπιαστή, τόσο καθαρή που μπορείς να την αγγίξεις. Κι όσο οι λέξεις χωλαίνουν, ανήμπορες να περιγράψουν, η επονομαζόμενη και πολυδιαφημισμένη "χημεία" παίρνει διαστάσεις πυρηνικού αντιδραστήρα. Και κάθε μέρα γίνεται μια μικρή αφορμή για υπόγειες εκρήξεις. Όταν μας είδε ένα βράδυ ο Πάνος να χορεύουμε μαζί, βγήκε έξω και κλωτσούσε τ' αμάξια απ' τα νεύρα του. Όταν αναγνώριζα ή θυμόμουν, απ' το βλέμμα μου και μόνο, ποιες φωτογραφίες με τραβούσες εσύ. Δεν μπορούσα να φάω, να κοιμηθώ φυσιολογικά, να διατηρήσω τον έλεγχο. Όπως τότε που ήθελα να σου φτιάξω τη διάθεση, φρεσκοχωρισμένος γαρ, σ' έπεισα να βγούμε στις τέσσερις το πρωί, ήπιαμε ένα μπουκάλι βότκα σε δέκα λεπτά και με πρόδωσε η διάθεσή μου. Με ανέβασες αγκαλιά στις σκάλες του σπιτιού με το ζόρι, όσο νιαούριζα πως μπορώ να περπατήσω, και το μόνο που μ' ένοιαζε την ερωτοπετροβολημένη, ήταν πόσο άσχημη φαινόμουν στα εξίσου μεθυσμένα μάτια σου.
- Καρδούλα μου, συγγνώμη που σου χάλασα τη βραδιά, αλήθεια...
- Δεν πειράζει Γεωργία μου, εγώ συγγνώμη, που είμαι μαλάκας...
(Γελοιωδίες οινοπνευματώδεις. Μην κοροιδεύεις, ξέρω πως έχει συμβεί και σε σένα)

     Ίσως δεν ήταν γραφτό να γίνει. Ίσως μας μπλόκαραν οι συνθήκες, αλλά η ηρεμία μεταξύ μας ήταν πάντα η άμπωτη πριν την καταιγίδα. Ένα καλοκαίρι που εξαφανίστηκα απροειδοποίητα στην Αθήνα για να καταλάβω τι σκέφτεσαι, γύρισα ερημιές και κοσμικονήσια, για να επιστρέψω στο Ηράκλειο και να σου δώσω επιτέλους μια γραπτή έκδοση της αλήθειας. Με απωθημένο, με πόνο, φτύνοντας συναισθήματα. Χαμένο παιχνίδι. Φυσικά και δεν απάντησες ποτέ. Φυσικά και βρήκες μια άσχετη αφορμή για να τσακωθούμε. Και τότε άρχισε ο δεύτερος γύρος στο ρινγκ. Υπέροχος, σκληρός, Ψυχρός Πόλεμος. Παλεύαμε με κάθε τρόπο να δείξουμε ο ένας στον άλλο μια τρανταχτή αδιαφορία, στα όρια της απέχθειας. Mind games. Και κάθε προσπάθεια έπεφτε κωμικοτραγικά στο κενό. Ακόμη κι αυτά τα απλά, αθώα παιχνιδάκια της ζήλιας, μας έφταναν στο σημείο να γινόμαστε πρασινοσαυρί και μπλε μαρέν αντίστοιχα. Μία σου και δέκα μου. Δέκα σου και μία μου.
       Και οι μήνες (σιωπής) κυλούσαν, και ξαναβρέθηκα, και ξαναχώρισα με τον Πάνο, κι εκεί που η κατάθλιψή μου σμίλευε σταθερά την αποδοχή της κατάστασης μεταξύ μας, έρχεται εκείνο το βράδυ που μ' έκλεψαν στο δρόμοοοο... Τα νεύρα διαδέχτηκε ένα ισχυρότατο σοκ, περπατούσα χωρίς να βλέπω, δεν μπορούσα να οδηγήσω. Κατά τις τρεις παίρνω τον Ιάσονα και λίγο μετά αναγνωρίζω τη σιλουέτα του να έρχεται προς το μέρος μου, μαζί με ένα άλλο, πολύ γνώριμο βάδισμα... Είχα καιρό να σε δω, ίσως γι' αυτό μου κόπηκε και η μιλιά. Αφού χτενίσατε όλη την περιοχή μήπως βρείτε τίποτα, με βάλατε για ύπνο γιατί την επομένη θα τρέχαμε όλοι μαζί για τα διαδικαστικά. Και με νανούριζαν οι φωνές σας. Ύπνος; Ποιος ύπνος; Προσποιούμουν ότι κοιμάμαι, έτρεμα και κρυφογελούσα όταν έσκυβες ελεγκτικά από πάνω μου και με σκέπαζες με το πάπλωμα. Γατί πούστικο. Κάπου τότε αρχίσατε να ταυτίζεστε στη συνείδησή μου ως "οι άντρες μου". Κάπου τότε γνώρισα τα όρια του αυτοελέγχου μου, αφού κάθε στιγμή συγκρατούσα με κόπο τα χέρια μου που ήθελαν να σ΄ αγκαλιάσουν.

    Λίγο καιρό μετά, σε μια ιδιαίτερη στιγμή μας, καρφώθηκα στο βλέμμα σου κι ένα μαγικό διακοπτάκι στην άκρη του μυαλού μου γύρισε ακαριαία στο κλικ της παραδοχής. Δεν θα έκανες ποτέ όσα θα ήθελα από σένα και δεν θα γινόμουν ποτέ αυτό που θα άντεχες. Ζητούσαμε τόσο διαφορετικά πράγματα ο ένας απ' τον άλλο, απ' τους εαυτούς μας... Και η αγάπη ημερεύει, γλυκαίνει έναν έρωτα που κατασπαράζει το μέσα σου. Έτσι πίστευα. Χα. Χα. ΧΑ.

    Το καλοκαίρι οι άντρες μου ανεβήκατε στο Πήλιο παρέα, στο άτιμο το κάστρο μου. Αυτό το ρημαδομέρος τα φταίει όλα. Πάνω που νόμιζα πως όλα είχαν βρει το φιλικό ρυθμό τους, τα χαστούκια ήταν τόσο ανεπιτήδευτα πολλά και τόσο ήρεμα απότομα... Κοιμόμασταν στο παλιό κρεβάτι των γονιών μου, στο μοναδικό σπίτι που είχα καλές αναμνήσεις απ' τους δυο τους ως ζευγάρι. Πηγαίναμε βόλτα με τη βάρκα και σας έταζα ψαρέματα, αλλά έβλεπα πώς με κοιτούσες και σκεφτόμουν πως και χταπόδι να τυλιγόταν στο κεφάλι μου δεν θα καταλάβαινα τίποτα. Σας καθάριζα το ψάρι και με πείραζες, με παίνευες πως το 'χω με τα τοστ. Ναι, ειδικά το βραστό νερό είναι η σπεσιαλιτέ μου, ήθελα να σου πω, αλλά ο συντονισμός γλώσσας και μυαλού είχε κοπεί από αδικαιολόγητες... Έπαιζες μπάλα με τον μικρό της Μαριλένας και σε κοίταζε όπως κοιτούσε εμένα, αυτός ο τέλειος, αχόρταγος παιδικός θαυμασμός. Και φυσικά, η ίδια η Μαριλένα, που συνήθως τσακωνόμασταν γιατί ανέκαθεν πίστευε πως θα συννενοούμουν μόνο με κάποιον που μου ρίχνει μια δεκαριά χρόνια, ξαφνικά κουνούσε την ουρά της σαν κουτάβι. "Αυτός είναι. Ναι ναι, ΑΥΤΟΣ είναι." Το πρωί που ξύπνησα, βγήκα στην αυλή και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν τα δυο αγαπημένα μου ζευγάρια πράσινα μάτια να ζυγιάζονται. "Αμάν πια κύριε Χρήστο το ζάρι σας! Τώρα καταλαβαίνω από που πήρε..." Δεν μίλησα, πήγα να φτιάξω καφέ κι έβαλα το κεφάλι κάτω απ' τη βρύση. Απανωτά καρέ. Μπαμ, μπουμ, μπαμ... Συνεχώς προσπαθούσα να καταλάβω αν ονειρεύομαι. Και μια αγκαλιά στην αιώρα, με μοναδικό φως τον πιο υπέροχο έναστρο ουρανό που έχω αντικρίσει ποτέ από πάνω μας. Πόσο ν' αντέξω πια; Πόση αστερόσκονη χωράει σε μια νύχτα;...
   Ήταν αναμενόμενο πως τα πυροτεχνήματα θα έσβηναν με μια αδέξια παρεξήγηση. Και οι δυο ξέραμε πως ο κολλητός μας ήταν ο τύπος που δεν ήθελες να νευριάσεις. Το πιο σιωπηλό ταξίδι επιστροφής, εσείς αμίλητοι μπροστά κι εγώ ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα, με το βλέμμα στυλωμένο στην οροφή για να μην με δείτε βουρκωμένη. Ήρεμο το σάουντρακ της αμηχανίας, μέχρι τη στιγμή που δυνάμωσες αισθητά την ένταση, χωρίς να μου ρίξεις μισό βλέμμα.
"Είσαι νεράιδα της αυγής, η πιο όμορφη όλης της γης..."
Μου κόπηκαν τα μυξοκλάματα μαχαίρι.

    Συζητήσεις επί συζητήσεων, πάντα σε τριπλέτα και καθόλου στο επιζητούμενο ντουέτο. Αλτρουιστικά, ειλικρινή "όχι Ιάσονα, εγώ φταίω" κι απ' τους δυο μας. Τα μπινελίκια σας όταν πρωτομίλησα για την κατάθλιψη της οποίας δεν άφησα να γίνετε θεατές. Και η παραχώρηση που δεν έκανα ποτέ ξανά και για κανέναν: Να με φωνάζετε με το οικογενειακό μου χαιδευτικό. Είχες καταλάβει πολύ καλά, γι' αυτό το χρησιμοποιούσες (και το χρησιμοποιείς ακόμη) καμαρωτά σε κάθε ευκαιρία.
"Πώς είσαι Γκόγκο μου;"
Μιας και το ανέφερα, φυσικά οι οικογενειακές αντιδράσεις δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα.
-Τι κάνει ο μοναχικός καουμπόυ; με τον απαραίτητο σαρκασμό επίγνωσης η Βασούλα.
- Καλέ, αυτό το παιδί με τα πράσινα ματάκια πρέπει να 'ναι πολύ ερωτευμένο μαζί σου... Δεν βλέπεις πως σε κοιτάει;
-Αγγελική... ΣΚΑΣΕ.

Και μετά; Τι συνέβη μετά;
Η πολυπόθητη κουβέντα δεν έγινε ποτέ. Και προχωρήσαμε τις ζωές μας με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει πλέον απαγορευτική. Μόνο... Μόνο που μερικές στιγμές το αλκοόλ ήταν κακός συμβουλάτορας.
Εκείνο το βράδυ που πέταξες τη μπλούζα μαζί με τις αναστολές σου, έπιασες το μικρόφωνο και τραγούδησες για πρώτη φορά μπροστά μας.
"Μα τι να πω, στο περιθώριο που ζω φυλακισμένος
το σ’ αγαπώ
μοιάζει με λέξη που τη λέει μεθυσμένος..."

- Ήσουν πολύ όμορφη εκείνο το βράδυ.
(Κι ακόμα χαμογελάω σαν ηλίθια όποτε ακούω το συγκεκριμένο τραγούδι, τη στιγμή που ο υπόλοιπος κόσμος χτυπάει τις ενδοφλέβιες)

One of these days. Σπίτι, ουίσκι και μοναξιές. Με μένα στην άλλη άκρη του msn, όπως παλιά. "Xαίρομαι που είσαι ευτυχισμένη ρε Γκογκάκι..." Κι ένα "Τώρα σε θέλω" στα καπάκια. Συνήθως ο Ρέμος δεν με κάνει να κουτουλάω στον τοίχο, μόνο που εκείνος ο έρμος δίπλα στο γραφείο κόντευε να πάρει το σχήμα του κεφαλιού μου, σαν στένσιλ. Mind games can be so natural... :)

Nομίζω πάντως ότι σε καμιά εκατοστή χρονάκια, καμία άνοια δεν θα μ' έκανε να ξεχάσω την πρώτη και τελευταία φορά που άκουσα τη μαγική φρασούλα απ' τα χείλη σου. Είμασταν στο Μητροπάνο, τον οποίο λάτρευες κι έμαθες κι εμένα να τον εκτιμώ. "Θα σου πω κάτι που δεν ακούς συχνά. Σ' αγαπάω ρε Γεωργία... Πολύ. Και χαίρομαι τόσο που είσαι καλά εκεί που βρίσκεσαι..." Δεν ξέρω πως, αλλά τα επόμενα δευτερόλεπτα έχουμε βρεθεί ταυτόχρονα πάνω στο τραπέζι να χορεύουμε. "Να σου λέω έλα..." Έλα και μην αφήσεις τίποτα όρθιο. Θα μπορούσα να γκρεμίσω το ταβάνι, εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Πετούσα και τα χέρια μου άγγιζαν τον ουρανό.

Ταξίδια, ομαδικό διάβασμα, ταβέρνες, κοινές γιορτές, διακοπές, ούζο με βυσσινάδα, μουντά χειμωνιάτικα απογεύματα με tichu και καφέ. Μικρές και μεγάλες στιγμές ήταν η καθημερινότητά μας, χωρίς "παραβατικές" συμπεριφορές.
Είχα διηγηθεί την ιστορία μας σε επιλεγμένα κι επιλεκτικά αυτιά. Πόσο βαρετό, πόσο ξένο μπορεί να μοιάζει ένα γεγονός μέχρι να το διαπιστώσεις ο ίδιος... Το βράδυ που πρώτα είδα τα γουρλωμένα μάτια των κοριτσιών απέναντί μου και μετά ένιωσα την αύρα σου να με πλησιάζει με ύπουλο, πισώπλατο γλυκό φιλί στο λαιμό. Ή εκείνη τη νύχτα στο beach party, που βουτούσαμε στη θάλασσα κάθε τόσο "για να δροσιστούμε", αλλά η απάντηση - λάβαρο στην έμμεση άρνησή μου ήταν μια δαγκωματιά που άφησε σημάδι για μέρες στον ώμο μου. Και η Πηνελόπη να χιχιρίζει το επόμενο πρωί, ματάκια λαμπερά και χαρούμενα: "Μα μου τα έλεγες, δεν σας είχα δει όμως καθόλου μαζί... Είστε τόοοοσο όμορφοι! Ταιριάζετε τόοοοσο πολύ!"
Κι όταν μίλησα προσφάτως για σένα, σε δυο αντίθετους χαρακτήρες σε διαφορετικές στιγμές, η κοινή αντίδραση ήταν "Γιατί; Γιατί δεν μιλήσατε, γιατί δεν είσαστε ακόμη και τώρα μαζί; ΓΙΑΤΙΙΙΙ;"
Γιατί έπρεπε. Γιατί έτσι είμαστε φτιαγμένοι, και πολύ χαίρομαι γι' αυτό.

    Δεν ήσουν ποτέ ο τύπος του άντρα που θα έκανε κάποια να χλομιάσει απ' την ομορφιά σου. Έχεις όμως μια γοητεία που παραδέχονται ακόμη και οι ομόφυλοί σου, ένα απροσδιόριστο "κάτι" που αποσυντονίζει, μαγεύει, σε υπνωτίζει.
    Ίσως είναι το χιούμορ σου, το μοριακού επιπέδου δείγμα της πνευματικής ευστροφίας. Ή τα λακκάκια στο χαμόγελό σου. Μήπως ο τρόπος που περπατάς; Η βραχνάδα στο γέλιο, ή τα μικροσημάδια στο σώμα σου;
Μεγάλωσα αρκετά για να μην μπορώ να δώσω μια σαφή απάντηση. Αυτό το κάτι, το "μεγάλο μυστικό", ήταν η ενέργεια η οποία σε έκανε να βρεθείς στην άλλη άκρη της Ευρώπης, μ' ένα βαρβάτο μεταπτυχιακό κι υψηλούς στόχους. Καθόσουν προσηλωμένος και διάβαζες, σ' ένα παλιό δωματιάκι που έπρεπε να σκεπάζεις το κρεβάτι για μην λερωθεί όταν μαγείρευες, και φύτρωναν στην πλάτη σου αόρατα φτερά. Την ίδια στιγμή που κάποιοι σαν εμένα κάθονταν στην άπλα τους και περίμεναν απ' τη ζωή να τους δώσει πίσω τα βερεσέδια που τους χρωστούσε, χωρίς να διεκδικούν ούτε τ' απαραίτητα.

    
     Υπάρχει η λανθασμένη αντίληψη πως ένα κοριτσάκι μετονομάζεται σε γυναίκα, τη στιγμή που κάνει έρωτα για πρώτη φορά. Σ' ευχαριστώ που μ' έκανες ν' αντιληφθώ σε πλήρη έκταση το νόημα αυτής της λέξης, με όλο το φάσμα των θετικών κι αρνητικών συνεπειών. Με τις ζήλιες, τις δεύτερες σκέψεις, την θηλυκότητα, την ένταση, το θράσος, τα πηγαία ουσιώδη συναισθήματα. Κάθε φορά που έλιωνα σαν το κερί στην αγκαλιά σου κι ανακάλυπτα κάτι καινούριο σε μένα, τρομακτικό κι υπέροχο ταυτόχρονα.
   
    Σ' ευχαριστώ που απέδειξες στον εαυτό σου πως είσαι ικανός να γυρίσεις το σύμπαν ανάποδα, για να πετύχεις όσα ονειρεύεσαι. Που δεν πρόδωσες ποτέ την εικόνα σου. Εγωιστικό κίνητρο προσωπικής μου επιβεβαίωσης; Μπορεί να γίνει μερικές φορές, αλλά δεν σβήνει τα τόσα μαμαδίσια χαμόγελα περηφάνιας που έχεις χαρίσει γενναιόδωρα.
  
    Σ' ευχαριστώ που μπορώ, μετά από μια δεκαετία, να εκφράζομαι ακόμη όταν επικοινωνούμε με τις πρώτες σκέψεις που μου έρχονται στο μυαλό, αβίαστα και χωρίς παρεξηγήσεις. Που μπορώ να λέω ακόμη "ο Νίκος ΜΟΥ", με το μέλι στην άκρη των χειλιών. Ναι, δικός μου είσαι. Χωρίς ψευδαισθήσεις κτητικότητας ή ερωτικό απωθημένο, παρά μόνο σαν ζωγραφιά πολύτιμη που δεν μπορεί να μου κλέψει κανείς. Οι σχέσεις, τα δράματα και οι σχετικές αηδίες είναι για τους υπόλοιπους, γι αυτούς τους κακομοίρηδες που θα προσπαθώ να εξηγώ τ' ανεξήγητα αν και όταν γίνω νονά για τα πιτσιρίκια σου, ας πούμε... :)
 
    Ίσως πρέπει να σε καταριέμαι που έβαλες τόσο ψηλά τον πήχυ. Ή να πάψω να σκέφτομαι πως σ' ένα παράλληλο σύμπαν, μ' ένα μικρό νεύμα θα σ' ακολουθούσα τρέχοντας, σε όποια γωνίτσα της γης κι αν βρισκόσουν. Δεν μπορώ όμως.
   
    Σ' ευχαριστώ που σε γνώρισα, που είσαι εσύ.

Μα τι είναι όλο αυτό το Άρλεκιν κατεβατό; Βιβλίο γράφεις; Όχι, απλώς φοβάμαι μην ξεχάσω.
Και τι σημαίνει τελικά όλο αυτό;
Φυσικά και είναι η μαγική φρασούλα που δεν άκουσες ποτέ απ' το δικό μου στόμα. Ακόμη κι αν αντήχησε μερικές φορές σε πολύ πιο ανάξια αυτιά απ' τα δικά σου, την έβλεπες κάθε μέρα και την νιώθεις. Εκεί είναι το νόημα νομίζω, τελικά. Στα σιωπηρά, αληθινά συναισθήματα που σε λυτρώνουν απ' την ανάγκη της ομιλίας και των ψεμάτων. Όπως τότε.

"Ήταν μια σπίθα στην αρχή... Και μιας βροχής ψιχάλα..." :)







Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Δυο ξενιτιές (ή "Safe in these arm[or]s")

    Ι am a travel girl, άι τράβελ ράουντ δε γουόρλντ... Νιανιανια. Το θυμάσαι; Το όνειρο κάθε χαζογκόμενας στα δεκαέξι, που θέλει να γυρίσει τον κόσμο. Και τι γίνεται όταν αρχίζει να πληρώνει η ίδια αυτές τις "βόλτες", με κάθε υλικό ή πραγματικό τίμημα;
   
    Αν έχεις συνηθίσει από νωρίς τους αποχαιρετισμούς αποκτάς μια στοιχειώδη ανοσία, αρκετά χρήσιμη για την κατάσταση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια, που δεν προλαβαίνεις να κουνάς μαντίλια. Μ' αυτή τη λογική, θα 'πρεπε να μισώ τα αεροδρόμια κι οποιοδήποτε μέρος αποπνέει φυγή. Κι όμως τα λατρεύω. Θα μπορούσα να παρατηρώ για ώρες αυτό το μείγμα εθνικοτήτων, τα αδιάφορα γρήγορα βήματα, τα καλοραμμένα ταγιέρ, τις βιαστικές αγκαλιές, τις samsonite στους ώμους των σακακιών, τα βουρκωμένα φιλιά, τα χαμόγελα των ζευγαριών με τα εισιτήρια για την προσωρινή γη της Επαγγελίας. Και δεν θυμάμαι ποτέ τον εαυτό μου να ταξιδεύει κακοντυμένη ή απεριποίητη. "Μα γιατί να κάνεις μπάνιο, αφού θα μπεις στο καράβι;" Σιγά μην κάθεσαι να εξηγείς κάθε φορά πως ακόμη και η πιο απλή μετάβαση, το πιο ανούσιο ταξιδάκι είναι δώρο στον εαυτό σου, μια μικρή προετοιμασία ντυμένη με το αγαπημένο σου πουλόβερ. Φιλικές και οικογενειακές διακοπές, βόλτες "αναψυχής", μετακομίσεις. Σπάνια έβγαζα ανακοινωθέν ή ζητούσα από κάποιον να με συνοδέψει, μ' άρεσαν οι εκπλήξεις. Ίσως γιατί η πιο παιδιάστικη, ρομαντική φαντασίωση ήταν ανέκαθεν το χαμόγελο ενός προσώπου που δεν περίμενα ποτέ να δω στην έξοδο των Αφίξεων ή στην προβλήτα του λιμανιού. Κι όταν η φαντασίωση δίνει τη θέση της στην πραγματικότητα, οφείλεις να τιμάς την παρουσία με "τα καλά" σου. Να εκτιμάς πάντα όσους σε περιμένουν απροειδοποίητα σε εικονικούς ή πραγματικούς σταθμούς. Κι αν δεν ξέρεις το λόγο, θα στον μάθουν εκείνοι.

    "Μου 'χει λείψει η Αθήνα"
    "Είσαι καλά; Μήπως έχεις πυρετό;" η αντίδραση των εχόντων γνώση.
    "Άντε έλα πια! Παράγινε το κακό εκεί κάτω..." η αντίδραση κάποιου που σε γνωρίζει ελάχιστα.
     Straight to the point, αγαπητέ... Παράγινε, όντως.

    Ναι λοιπόν! Από πότε η παραδοχή έγινε ντροπή; Μου έλειψε αυτή η κωλόπολη. Μίζερα πρωινά που σφραγίζονται με αόρατα ηλιοβασιλέματα, για να καταλήξουν σε πολύβουες νύχτες, υπέροχους πολύχρωμους εφιάλτες με άγνωστη κατάληξη και χωρίς βιβλιαράκι οδηγιών. Μου λείπουν όλα.

    Ένας πιτσιρικάς στο λεωφορείο του αεροδρομίου, κάθε του κίνηση ανεπαίσθητη χορογραφία. Στρίπερ άρτι αφιχθείς απ' τη Μολδαβία όπου έκανε έκπληξη στην κοπέλα του, επιστροφή νικητή και ηττημένου. Σε κερνάει μισό πακέτο τσιγάρα στο Σύνταγμα όσο περιμένεις να έρθουν να σε μαζέψουν, παρέα με ιστορίες που αδιαφορείς για τα ποσοστά αληθείας τους, και λίγες μέρες μετά σε προσκαλεί στη Βαρκελώνη, βρήκε δουλειά για τη σεζόν. Αυτό ήταν το "καλημέρα" της βόλτας μου, πριν τις ματάρες του Αντώνη. Η κοπέλα που ήρθε απ' τη Βόρεια Κορέα μόνο για την συνέντευξη της Εmirates, με το αψεγάδιαστο ντύσιμο και το ακόμη πιο αψεγάδιαστο ειλικρινές χαμόγελο που σου φτιάχνει τη διάθεση. Το χάδι της Έλλης στην πλάτη μου, το πιο ισχυρό παυσίπονο που απελευθερώνει τους μυς και το μυαλό από κάθε αρνητική σκέψη. Ο άστεγος που ταίζει τα περιστέρια στον Εθνικό χωρίς περίεργα κι αδιάκριτα βλέμματα, όσο εσύ προσπαθείς να φωτογραφήσεις ένα πανέμορφο "κάτοικο" του κήπου που μοιάζει με χελιδόνι. Το γέλιο της Κυριακής, ειδικά όταν προηγούνται γουρλωμένα βλέμματα έκπληξης. Ο τρόπος με τον οποίο τονίζει τις φράσεις ο Θάνος όταν τον πιάνει το ενθουσιώδες του. Ο μπορντώ και οι κόκκινοι τοίχοι που έβαφα στο σπίτι στην Άρνης. Το "ματάρες μου!" της Βασούλας, όταν σπάνια μιλάει πια, πόσο μάλλον κανακεύει. Ακόμη και ο χλέμπουρας με το κουστούμι που ήρθε να μου αφήσει την κάρτα του για να του τηλεφωνήσω, με ντροπαλά οξφορδιανά αγγλικά Ηρακλειώτη, επειδή έπιασα την κουβέντα με κάτι Ιταλίδες στο μετρό και με πέρασε για ξένη, ή ο τύπος που καθόταν δίπλα μου στο αεροπλάνο και με ζάλιζε με μαλακίες για το πόσο γραφτό θα ήταν να ξανασυναντηθούμε. Το "καληνύχτα" της βόλτας μου. Αυτά τα μικρά πραγματάκια που δεν θα συνέβαιναν ποτέ εδώ. Όλα, όλα, όλα...

    Βαρέθηκα ν' ακούω το καθιερωμένο "μα αύριο φεύγεις;". Να γυρνάω συνεχώς το κεφάλι μου στη θέα μιας Έλλης που με παρατηρεί να φεύγω, να κοντοστεκόμαστε στις σκάλες του μετρό και να κοιταζόμαστε ώσπου να χάσει η μια την άλλη απ' τα μάτια της, σαν ερωτευμένο ζευγάρι. Θέλω αυτές οι αγκαλιές οι ρημάδες, οι σφιχτές, οι μεθυστικές, που κρατούν ευτυχισμένα πολύ αλλά βασανιστικά λίγο, να μην είναι αγκαλιές καλωσορίσματος κι αποχαιρετισμού. Θέλω να σταματήσει να κλωθοφέρνει στο μυαλό μου η έκφραση "πνευματική στασιμότητα", και ν' αντικατασταθεί με το "spiritual stability".

"Γυρεύουμε εντάσεις, Ζ;"
Ένας τρόπος για να χασκογελάς μόνη σου σαν ηλίθια στο δρόμο, αν στο πει ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή. Στην πόλη που θα σε χωρούσε μόνο αν έπαιρνες ένα σπίρτο και την έκαιγες συθέμελα. (Μην ακούσω την τυπική ερώτηση: Όποιος μετανιώνει για το τίμημα των επιλογών του, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια δειλή κάμπια με αλλεργία στο φως του ήλιου)
Ειλικρινά, δεν θυμόμουν ότι η πρώτη μου παιδική αγάπη μου 'χε κολλήσει αυτό το παρατσούκλι. Κι όταν ανακάλυψα προχτές ένα πάκο γράμματα με προσφωνήσεις και ζωγραφιστές πεταλούδες, γελούσα εξαιτίας σου. ΠΑΛΙ :) Πεταλούδα, Willwarin... Στα ουσιαστικά ζητήματα παίρνω προαγωγές με τα χρόνια. Το μόνο σίγουρο είναι πως, απ' τα 15 μέχρι τα 125, θα με συγκινούν μόνο οι άνθρωποι που γράφουν.
    
    Το είδα, το ένιωσα, το έζησα. Συλλέκτες μικρών και μεγάλων εμπειριών είμαστε, για να δώσουμε λίγο χρώμα στο μωσαικό μας, πετώντας τις κακοφορμισμένες ψηφίδες των απωθημένων. Το λες οπισθοχώρηση; Εγώ θα το πω ανασυγκρότηση στρατευμάτων. Κι ότι προτιμώ να ετοιμάζω τις βαλίτσες μου για μεγαλύτερα ταξίδια. Είτε είσαι δίπλα μου είτε όχι, σε λυπάμαι προκαταβολικά. :)

   

   
   

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

White and darker (k)nights for a farewell

    Κάπου στο μεταίχμιο, κάπου στο άγχος και την αμφιβολία, εκείνη τη στιγμή που βρίσκεσαι με το ένα πόδι στην έξοδο, είναι η καλύτερη για να κάνεις τα πιο βασικά ξεκαθαρίσματα. Καταρχήν στο κεφαλάκι σου, κι η "ατομική σου ενέργεια, κι ανάσα σου στα χείλη" να πάρει φαλλάγι και το περιβάλλον σου. Come on, then! Suck the poison out of your life, don't swallow it...

    "Για να δεις αν μια γυναίκα είναι όντως όμορφη, κούρεψέ την, ξέβαψέ την και δες την το πρωί όταν ξυπνάει". Ένας ιππότης χωρίς παράσημα κι αρχηγιλίκια, που σε μαθαίνει να κολυμπάς. Κι όταν τον διώχνεις, όταν θες να τον προστατέψεις από τις συνθήκες που σε αναγκάζουν να είσαι ταύρος μαινόμενος, το δικό του κόκκινο πανί γίνεσαι εσύ. Στο αποδεικνύει κάθε χρόνο, κάθε στιγμή που περνάει. Καλοζυγισμένες κουβέντες - βόμβες στ' οχυρό, στα κάστρα που θέλει να σου χτίσει ο ίδιος. "Θα 'θελα μια μέρα να σου αγοράσω το Σπίτι στο Ηράκλειο και να σε βάλω μέσα." Είσαι τυχερός γιατί με πρόλαβες, έστω και για λίγο, εκεί. Είσαι άτυχος γιατί ξέρεις πόσο μ' αρέσουν τα περίεργα παραμύθια με αβέβαιο τέλος, αυτά με τις καταραμένες πριγκίπισσες και τους δράκους που καίνε γέφυρες αντί να τις γκρεμίσουν. Θα μπορούσα να γράψω σελίδες για τις κουβέντες και για τις πράξεις σου, αλλά θα μείνω στα πρόσφατα και στα ουσιώδη. Η εισαγωγή ήταν ένα φιλί στ' ακροδάχτυλα, κι ένα "τιμή που που σε γνώρισα". Η ιστορία συνεχίστηκε ένα ζεστό καλοκαιρινό βράδυ στο ''Red Lion", που τα δάκρυα χαράς σου για όσα έβλεπες κι άκουγες ήταν ένας λόγος να σ' αγαπήσω λιγάκι παραπάνω. Κι ο επίλογος είναι "Το να ξυπνάω και να σε έχω δει στον ύπνο μου και να έχει έρθει τέτοια αφρικάνικη ζέστη ξαφνικά σημαίνει 2 πράγματα. Τα πράγματα οδηγούνται σε ρήξη, ή εκτόνωση". Μα είναι επίλογος άραγε; Μπορώ να περιμένω τα πάντα πια. Κόκκινη αύρα, κόκκινο λιοντάρι, κόκκινο παλτό. Μ' αρέσει τόσο πολύ που μ' έχεις συνδυάσει στο μυαλό σου μ' αυτές τις αποχρώσεις. Κι ακόμη περισσότερο μ' αρέσουν οι λόγοι που μ' έχεις κάνει να κλάψω. Σου είναι τόσο εύκολο ρε γαμώτο...

    "Τον επισκίαζες. Σε φαντάζομαι μ' έναν άντρα με παράστημα." Είσαι υπερβολικά τυχερή αν έχει εμφανιστεί έστω κι ένας τέτοιος άνθρωπος στην πορεία σου. Εκείνος που κατασυμπαθούν οι γονείς σου, αλλά για κανέναν απ' τους αναμενόμενους λόγους. Φυσικά, η ειρωνική αδικία του σύμπαντος βγάζει πάντα τον έρωτα απ' την εξίσωση... Κι όταν μπερδεύτηκες απ' τα λόγια μου, απ' την ταύτιση του έρωτα με το αναθεματισμένο σκάκι, τόλμησες να φέρεις το δίμετρο ανάστημά σου στην πόρτα μου για εξηγήσεις. Με γνώρισες στα ζόρια. Έμεινες δίπλα μου στα ζόρια, όταν δεν το ζητούσα από κανέναν. Κι ένα βροχερό βραδάκι στην ξύλινη Blueprint, που μ' έπνιγαν οι επικίνδυνες σιωπές, κατηύθυνες μια φαινομενικά άσχετη κι ανώδυνη συζήτηση με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην αναγνωρίζω τον εαυτό μου. Μια Ζέτα να φωνάζει, να ωρύεται βασικά, και να χτυπάει το χέρι στο τραπέζι. Μετά από λίγο κατάφερα να δω τα γυρισμένα κεφαλάκια από δίπλα κι απέναντί μου ένα ζευγάρι φωτεινά γαλάζια μάτια, με το σαρδόνιο χαμόγελο της ικανοποίησης.
-Τι είναι; ΤΙ;;
-Τίποτα, σε χαζεύω... Μ' αρέσει να σε παρατηρώ. Έχεις καταλάβει πόσο το χρειαζόσουν;
(...) 

Πολύ καιρό αργότερα, απαίτησες να ντυθώ καλά για να με πας στο θέατρο. Χωρίς να καταλάβω ούτε η ίδια γιατί, σε περιμένω με γούνα και το καλό μου φόρεμα, όταν βλέπω στην εξώπορτα ένα "τζιν- αρβυλάκια" τύπο ντυμένο σαν γαμπρό, με κουστούμι και γραβάτα. Η διαίσθησή σου ήταν ένας μεγεθυντικός φακός για τα πιο ψιλά γράμματα. Ήξερες να φοράς στα συναισθήματα τα ρούχα που τους άξιζαν. Δεν τα έπνιγες με φόρμες, δεν τα καταχώνιαζες στην ντουλάπα. Τους φορούσες τα καλά σου και τα σεργιάνιζες στην ψυχή σου, για να γλυκάνεις τη δική μου. Μελένιο βλέμμα, μελένια δώρα. 


    Κάθε γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της πρέπει ν' αποδώσει κάποια στιγμή τα ευχαριστήρια σε ανθρώπους που την άγγιξαν χωρίς να την πονέσουν. Σ' εκείνους που την χαλιναγώγησαν, μόνο και μόνο για να πιάσει η ίδια τα γκέμια του ονείρου της. Που περίμεναν, στωικά κι αποφασιστικά, χωρίς ανταπόδοση, παρατηρητές του κενού. Που εμπνέουν τη σκέψη της, τις νύχτες της, τα λεγόμενά της μόνο με ζεστά και φωτεινά χρώματα.

    "Εδώ... Θα γυρίσεις εδώ... Θα 'σαι πάντα εδώ, δεν θ' αντέχεις εσύ πουθενά.."

    "Δεν με χαλάει ο δυναμισμός, ίσα ίσα. Έχω μεγαλώσει με τέτοια πρότυπα... Αν προτιμούσα κάτι για να πατάνε τα πόδια μου δεν θα 'θελα γυναίκα, θα 'παιρνα χαλί." Ουάου! Σκέφτεσαι όταν ακούς κάτι τέτοιο από ένα παλικάρι σχεδόν είκοσι χρονών. Γοητεύεσαι, γοητεύεις κι εν τέλει απογοητεύεις, όταν πάψετε πια να φοράτε τα "καλά" σας, ή οι συνθήκες σας γδύνουν. Κι έτσι έφτασα, ξεγυμνωμένη πια, να μεθάω με ούζο, να χορεύω ζειμπέκικα και να με πάνε πρώτη φορά σπίτι σχεδόν σηκωτή. Έγινες τόσο μικρός, που το μόνο που σου άξιζε ήταν μια μεθυσμένη νύχτα για να κλείσουν οι λογαριασμοί μας. Και μερικούς μήνες αργότερα, σε μια διόλου τυχαία συγκυρία, μου είπαν ότι είδαν το αμάξι σου σταματημένο στην άκρη του δρόμου, κοντά στη γειτονιά μας. Είχες ανοίξει την πόρτα του αμαξιού κι έκανες εμετό. Και η "αιτία" του "κακού" σε κρατούσε απ' το πλάι, σκυφτό. Πόσες τύψεις να χωράει άραγε μια αγκαλιά... Κάποτε σε πείραζα επειδή δεν είχες φτάσει ποτέ σε τέτοιο σημείο για μια κοπέλα, δεν είχες διεκδικήσει, δεν είχες δει τα όριά σου. Κι όταν τα ανακάλυψες, δεν ήμουν εκεί να σε κρατήσω. Και τώρα που η πραγματική μυρωδιά της "σκοτεινής πλευράς" έφτασε σαν πρωτόγνωρη ντεμπιτάντ στη μύτη σου, δεν μπορούσα να είμαι δίπλα σου. Χωρίς πόνο ή κακία, παρά μόνο συμπόνοια. Έγινα τόσο μικρή, που το μόνο που μου άξιζε ήταν μια νύχτα γεμάτη αλκοόλ. Μου τη χάρισες... Πάτσι. :)


    Κι επειδή με τα λανθασμένα συμπεράσματα έχει φοβηθεί λίγο το ματάκι μου τελευταία, ας πάμε στην κατακλείδα. Όχι ότι χρειάζεται βέβαια, τα απρόθυμα αυτιά αλλάζουν λίγο δυσκολότερα απ' το χρώμα των ματιών του Ανδρεάτου, αλλά ας κάνουμε μια τελευταία προσπάθεια...
   

     Ένας αφελής ή αδύναμος χαρακτήρας μπορεί να χειραγωγηθεί απ' τον οποιονδήποτε. Ο πραγματικά έξυπνος άνθρωπος όμως κατευθύνεται, επηρεάζεται κι οδηγείται μόνο από θετικές προθέσεις κι όμορφα συναισθήματα. Από την αγάπη κάθε μορφής, τον έρωτα, το φιλικό ενδιαφέρον... Ακόμη και χωρίς να υπάρξει αμοιβαιότητα, αναγνωρίζει εκείνους που προσπαθούν ν' ανασύρουν κοράλλια απ' το βυθό του. Η μιζέρια και η κακοβουλία τον εμπνέουν, έχουν θέση στις σκέψεις του μόνο όσο του επιτρέπει η αξία τους και η αδυναμία του. Ληξιπρόθεσμα δάνεια.

    Σκληρός χαρακτήρας δεν είναι εκείνος που έχει βγει "αλώβητος" από δύσκολες καταστάσεις, αλλά εκείνος που είχε ως αντίβαρα εκείνες ακριβώς τις στιγμές μία, ή αν είναι ακόμη πιο τυχερός, λίγες ψυχές σπάνιες. Χτίζει τα τείχη του με στέρεα υλικά, με αντισώματα θετικότητας. Επαινεί κάθε στιγμή τους ανθρώπους αυτούς, λάμπουν τα μάτια του από θαυμασμό όταν τους αναφέρει.

    Ειλικρινά πίστεψες πως είχα διάθεση να παλέψω μαζί σου;... Για ποιό λόγο; 

Πίστεψες πώς θα μπορούσαν να διαπεράσουν τους τέσσερις τοίχους μου λίγες κουβέντες αυτονόητες, που έχω ήδη σκεφτεί ή ακούσει; Αυτός είναι ο τρόπος που με "έμαθες", ή απλώς ξέχασες που μιλάς;
    Ειλικρινά πίστεψες πως δεν μπορούσα να σ' αντιμετωπίσω; Ήταν όμως προτιμότερο να σε αφήσω να "νικήσεις", σε μια μάχη που δεν έδωσα ποτέ. Το να εκφράζεις τις καθαρές, αυθόρμητες σκέψεις σου χωρίς επιθετικότητα, με βήματα οπισθοχώρησης, είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για να συνειδητοποιήσεις τι πλανάται στο μυαλό του άλλου. Εσύ μου το έμαθες το κολπάκι, το ξέχασες;...

    Τα κοινά βιώματα δυο ανθρώπων μπορεί να δώσουν την εσφαλμένη εντύπωση ότι μοιάζουν. Αυτό που τους διαφοροποιεί τελικά, είναι τα αντισώματα με τα οποία φτιάχνουν τις άμυνές τους. Τα υλικά μου ήταν χώμα και κάρβουνο, μαζί με λίγα αστέρια, ή έστω αστερόσκονη που μεγαλοποιούσα επίτηδες, για να χτίσω πιο γερά θεμέλια. Δυστυχώς σου έλειπε το τελευταίο. Μεγαλώσαμε τόσο διαφορετικά... Προφανώς και δεν σε κατηγορώ. Είσαι υπέροχος άνθρωπος, και δεδομένων των συνθηκών, ίσως ό,τι καλύτερο θα μπορούσες να γίνεις. Κανείς απ' τους δυο μας δεν φταίει. :)

    Ξέρεις τι με τρόμαζε, περισσότερο απ' όλα; Πως δεν άκουσα ούτε μια φορά απ΄ το στόμα σου μισή καθαρά καλή κουβέντα για άνθρωπο, χωρίς το συνοδευτικό, ανασταλτικό "αλλά" από δίπλα. "Καλό παιδί αλλά ανασφαλής... αλλά έχει θέματα... αλλά οι απόψεις του είναι κολλημένες..." Έπρεπε να το καταλάβω εξαρχής πως θα επηρεαζόμουν και θ' ακολουθούσα σ' αυτό το γαιτανάκι, δεν ήταν η πρώτη φορά. Μ' έκανες να σχηματίσω λάθος εντυπώσεις για ανθρώπους, για να μου ρίξω μεγαλοπρεπή φάσκελα αφότου ξύπνησα. Με απωθούν οι άνθρωποι που θολώνουν την κρίση μου με σκούρα χρώματα αρνητισμού, αποσυντονίζουν τις κινήσεις μου... "Αν θες ν' αναδείξεις κάποιον, δεν χρειάζεται να το κάνεις κατηγορώντας, ή συγκρίνοντάς τον με κάποιον άλλο!" Και το μπορντώ γίνεται καφέ, αν ρίξεις μέσα λίγο παραπάνω μαύρο. Δεν θυμάμαι αν στο είχα πει, αλλά το γκρι και το καφέ είναι τα χειρότερά μου. Γουστάρω τις αντιθέσεις, αλλά δεν τα πάω καλά τα ημίμετρα. Είτε μιλάμε για ουσία, για χρώματα ή για τις αύρες των ανθρώπων.

Δεν είμαι περήφανη για πολλά πράγματα. Και συνήθως η αυτοκριτική μου γίνεται πολύ σαδίστρια όταν πιάνει το μαστίγιο. Αλλά σίγουρα η συνειδητή, επίπονη επιλογή να παραμένω λίγο στο ροζ συννεφάκι στο οποίο με ανέθρεψαν, δεν έγινε ποτέ λόγος για να τιμωρήσω τον εαυτό μου. Επιλογή που κόστισε, αλλά άφησε και πολύτιμα δώρα στα πόδια μου. Πληρώνουμε τα βερεσέδια και πάμε παρακάτω! :)

Masks fallen. Fade out...


    



   
    

   

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Στη χώρα του ανταγωνισμού

Κόκκινη κλωστή δεμένη, για άλλη μια φορά... Για να ξετυλίξουμε την ανέμη των σκέψεων, ας πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή.

   Από καταβολής κόσμου, η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους δεν τον έκανε τίποτα περισσότερο από μια ασήμαντη κόκκο άμμου στην απεραντότητα του σύμπαντος, επιζήμια για τη νομοτέλεια της φύσης. Και κάπως έπρεπε ν' αμυνθεί αυτός ο πανάχρηστος κρίκος της εξελικτικής αλυσίδας: Καλλιεργώντας την πηγαία ανάγκη να ξεχωρίζει, να είναι μοναδικός. Έτσι δημιουργήθηκε ο εγωισμός κι ο ανταγωνισμόοος... Πριν κόψετε τις φλέβες σας απ' την Κοελική ανάλυση επιπέδου Τρούμπας κι αυτοαναφλεχθείτε με τον "Κόσμο της Σοφίας" στο κεφάλι ως ένδειξη διαμαρτυρίας, ας περάσουμε στο ψητό.

    Υπάρχουν υγιείς τρόποι εκτόνωσης του ανταγωνισμού σε ισορροπημένα πλαίσια, με τρανταχτό παράδειγμα τον αθλητισμό. Εκεί συνήθως είναι πιο τυχερά τ' αγοράκια, που ενθαρρύνονται από μικρά προς αυτή την κατεύθυνση, με λάθος κίνητρα βέβαια αλλά για σωστούς εν τέλει λόγους. Και καθείς τα γούστα του... (Στη δική μου περίπτωση, θυμάμαι τη θέση μου μονίμως κλειδωμένη στο τελευταίο κατοστάρι του στίβου στη σκυταλοδρομία, και δεξιά επιθετικός στο βόλλευ, για να παίρνω αμέσως μετά τη θέση του σερβίς. Όχι βέβαια επειδή ήμουν γρηγορότερη ή καλύτερη, αλλά ήξεραν ότι ήμουν η πιο πεισματάρα, ειδικά σε αγώνες που φαίνονταν χαμένοι.)

    Και με τα κοριτσάκια τι γίνεται; Δυστυχώς η συχνή έλλειψη των παραπάνω "αντισωμάτων" τους μαθαίνει να σκέφτονται λιγάκι διαφορετικά, με πρώτα θύματα τις φιλίες τους. Αντιζηλίες, δράματα, ξεκατινιάσματα, όμοια ρούχα, κλάματα πάνω από ζυγαριές, παιδικούς κι εφηβικούς (κοινούς) έρωτες, πισώπλατα "μαχαιρώματα", το βούτυρο στο ψωμί μιας μακροχρόνιας γυναικείας φιλίας. Οι εξαιρέσεις σπανιότατες, απαιτούν κόπο και ψάξιμο. Είναι εκείνα τα πλάσματα που αντιλαμβάνονται πως ζηλεύεις κάτι, ΜΟΝΟ όταν πιστεύεις ότι μπορείς να το φτάσεις. Ό,τι βρίσκεται πολύ ψηλότερά σου δεν σε αγγίζει, το κάνεις χάζι, δεν μπορεί να σου δημιουργήσει φθόνο, παρά μόνο καθάρια, ανιδιοτελή συναισθήματα κι ευγνωμοσύνη που σε ανέχεται... Κάπως έτσι συμβαίνει και με τις γυναίκες της ζωής μου, σχέσεις δεμένες κι αλώβητες στην πάροδο του χρόνου, περίτρανη επιβεβαίωση του ότι μια μαλάκω σαν και του λόγου μου μπορεί να είναι ανεκδιήγητα τυχερή χωρίς να το αξίζει. Αν δεν έχεις νιώσει ποτέ την ανάγκη να παροτρύνεις αγαπημένη σου φίλη να ενδώσει σε φαινομενικό ενδιαφέρον άντρα για τον οποίο εσύ εκείνη την περίοδο κόβεις φλέβες, τσιγάρο, φαγητό και την αναπνοή μαζί, συγγνώμη που θα στο πω κοριτσάρα μου, αλλά δεν θα συννενοηθούμε σ' αυτή την παράγραφο. Παμ' παρακάτω.


   Και πότε τα δυο φύλα συντονίζονται απολύτως στην παρτίδα του καταστροφικού ανταγωνισμού; Όταν μπλέκουν μεταξύ τους, φυσικά. Οι καρποί όλων των εγωισμών βρίσκουν το πιο πρόσφορο έδαφος στην αρένα του ψεύτικου έρωτα. Ζηλεύεις από συνήθεια, μένεις πιστός από επιμονή κι επικαλούμενος μια σκάρτη ηθική, για να καθυποτάξεις τον άλλο μέσω της δήθεν "ανωτερότητάς" σου, προσπαθείς να επιβληθείς με τα λόγια και τις πράξεις σου. Παιχνίδια ανάληψης εξουσίας, πολεμικές ιαχές, διάθεση μαχητική. Κι ειδικά αν δεν είσαι εκείνος που ανοίγει την πόρτα για να φύγει, αρχίζει ο κανονικός πόλεμος. Ο εγωισμός σου κατασκευάζει Σπιλμπεργκικά σενάρια, κατηγορείς την επιλογή σου, αναιρώντας κι υποτιμώντας τον ίδιο σου τον εαυτό, ζητάς την εκδίκηση με φαινομενικά αθώα παιχνίδια που στήνεις στο μυαλό σου αλλά δεν σε οδηγούν ποτέ στο νικητήριο βάθρο. Κι όλα αυτά με μια τακτική άρθρου Cosmopolitan, "10 tips για να γυρίσει τρέχοντας στην αγκαλιά σας, αφού του έχετε κάψει το σπίτι αλλά δεν απαντήσατε σε τρία μηνύματα κι οκτώ αναπάντητες"... Ποιός σας τα 'μαθε αυτά, ρε γκραν γκινιόλ; Έχετε καλά ακροαστικά ή να πάρω το μηδέν; Ντροπής πράγματα, γαμώ το μυαλό σας.

   Η αγάπη είναι η σταγόνα της βροχής, νερό που κυλά ήρεμα και ξεπλένει κάθε μορφής εγωισμό στο πέρασμά του. Άλλοτε σαν χείμαρρος, άλλοτε γλυκά κι ανεπαίσθητα, ακολουθεί την δική της ατέρμονη πορεία και καταλήγει ποτάμι στο χάρτη της αθανασίας που της αξίζει. Κι αν εκείνη είναι το νερό, ο έρωτας είναι η φωτιά. Μια φωτιά που μπορεί να σε κάψει από επιθυμία, από πόνο, από ευτυχία, πόθο ή απωθημένο. Αν το μόνο που νιώθεις να σιγοκαίει μέσα σου είναι θυμός, απέχθεια κι εντάσεις αδιάφορες, τότε δεν λέγεται έρωτας. Μάθετε επιτέλους να βάζετε σωστές ταμπέλες στις καψούρες, τους ενθουσιασμούς και τα ερωτάκια. Μην περιφέρετε τεράστια πλακάτ με λέξεις τις οποίες δεν μπορούν να σηκώσουν τα χέρια σας, κάποια στιγμή τα αδύναμα μπράτσα προδίδουν και τα τρώτε καπέλο, μαζί με τους υπόλοιπους συνδαιτυμόνες. 

   Μιας και είπα "τρώτε", μπορούμε να το γυρίσουμε σ' ένα πεζότατο παράδειγμα, αν τα παραπάνω μοιάζουν εντελώς ακατάληπτα: Αν θες κάτι το οποίο να τσιγαρίζεται και να ψήνεται για χάρη σου κατά βούληση, μάθε να μαγειρεύεις για να βγει και κάτι χρήσιμο απ' την όλη ιστορία. Εκείνος που ερωτεύεται, τσιτσιρίζεται, καίγεται και σιγολιώνει στο δικό του τηγάνι, χωρίς να βάλεις το χεράκι σου. Ό,τι κι αν κάνεις, όσο κι αν προσπαθήσεις, είναι επιλογή του να βράσει στο ζουμί του, μέχρι να πέσει ζεστός και ροδοκόκκινος στο πιάτο σου, να καταβροχθιστείτε με την ησυχία σας. Προσέξτε μόνο να σηκωθείτε απ' το τραπέζι κύριοι, χωρίς να φάτε και το τραπεζομάντηλο. Άλλωστε η παρουσία του τιμώμενου προσώπου σου κόβει την όρεξη, τρέφεσαι από πολύ ουσιαστικότερα πράγματα, ενώ η απουσία έχει βουλιμικές εξάρσεις, μπουκώνεσαι για να μην ξεστομίσεις τ' ανείπωτα, να μειώσεις την έλλειψη. Δεν είναι καθόλου τυχαίο.

  Και η κατακλείδα που γυρίζει τώρα στο ακατοικήτου της πολυλογούς είναι η εξής:
Αν συμφωνείτε με την λογική που περιέγραψα παραπάνω, καλύτερα να μην μου ζητήσετε ποτέ συμβουλή σε ερώτημα τύπου "αχ μου έστειλε, τι να κάνω, να του/της απαντήσω ή να το παίξω λιγάκι ιστορία;". Φημολογείται ότι δεν θα σας αρέσει η απάντηση.
Να περνάτε άφοβα κι όμορφα. Α, και να βάλετε τους ανταγωνισμούς σας στον κώλο σας :)

   

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Love (and read) me if you dare

    Mια απ' τις υποσχέσεις που έδωσα για το 2016 ήταν να λέω τα πράγματα ως έχουν, χωρίς να κρύβομαι πίσω από μισόλογα, "ποιητικές" κενές εκφράσεις κι ανώδυνες αναφορές. Κι αποφάσισα να γράψω δυο τεράστια γράμματα στους ανθρώπους που με έχουν σημαδέψει, σ' εκείνον που έχω ερωτευτεί και σ' εκείνον που έχω αγαπήσει περισσότερο. Στα μάτια μου είναι γνωστό ποιο θεωρώ πιο εξευγενισμένο αίσθημα, οπότε θα ξεκινήσω μαζί σου. Στο χρωστάω άλλωστε... 

    Κάποτε ένας μορφονιός εξυπνάκιας με ρώτησε αν ένα ζευγάρι μπορεί να χωρίσει από υπερβολική αγάπη. Κι έπιασα τον εαυτό μου να προσπαθεί να εξηγήσει την ιστορία μας, στα πλέον ακατάλληλα αυτιά. Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά, λίγοι έχουν μια στοιχειώδη γνώση των πραγμάτων. Βαρέθηκα όμως. Έχω την ανάγκη να παραθέσω γεγονότα, πεζές, καθαρές κι όμορφες αλήθειες. Από φόβο μήπως τις ξεχάσω, μετά από τόσα χρόνια. Μην τρελαθώ κάποτε και με προδώσει η μνήμη μου. Έχω κάθε δικαίωμα πια... Μεγάλωσα (και μυαλό δεν έβαλα), μπορώ να κάνω πολύ ευκολότερα τις συγκρίσεις. Ακόμη κι αν έγραφα ένα βιβλίο κάποτε, θα κατείχες δικαιωματικά ένα απ' τα μεγαλύτερα κεφάλαια. Ας κάνω μια προσπάθεια λοιπόν, ταμπουρωμένη πίσω απ' το οπλοστάσιό μου που λέγεται πληκτρολόγιο, με καφεδάκι, μουσική και τσιγάρα. Να σου δώσω την αθανασία της γραπτής μορφής που σου αρμόζει, αντί για τα ψελλίσματα που έχω εκφράσει μερικές φορές σε ανάλογο κλίμα. Χωρίς περιστροφές. Γιατί ο κόσμος να φοβάται τόσο πολύ την αλήθεια;

   Υπάρχουν πολύ πιο μεγαλεπίβολες, γλυκές, ρομαντζάδικες ιστορίες. Αλλά είναι ένα κεφάλαιο απ' το οποίο δεν θ' άλλαζα ούτε μισό κόμμα, ακόμη κι αν ζούσα δυο ζωές.

   3 Οκτώβρη. Την ημέρα των γενεθλίων σου. Ένα κατάμεστο αμφιθέατρο, όπου μπουκάρει μια κοπέλα με άσπρα κοντοκουρεμένα μαλλιά κι αυτάρεσκο ευτυχισμένο χαμόγελο. Έχω περάσει ένα απ' τα ωραιότερα βράδια της ζωής μου με έναν άνθρωπο που ερωτεύτηκα απ' την πρώτη στιγμή, (ο δεύτερος παραλήπτης που λέγαμε) και η γενναιοδωρία της συναισθηματικής πληρότητας με οδηγεί σε μια άδεια καρέκλα των πρώτων σειρών, δίπλα σε μια σγουρή ξυρισμένη χαίτη με ματάκια χαμένα στο κενό. Σε συμπάθησα αμέσως. Ή μάλλον, σε αγάπησα πριν σε γνωρίσω.

- Ποτέ δεν κοιμάμαι στα ταξίδια με καράβι.
- Ούτε κι εγώ. Από Αθήνα είσαι; Ν' ανεβούμε μαζί αν είναι κάποια στιγμή.

Ούτε καλημέρα, ούτε πώς σε λένε, ούτε κάποια άλλη τυπική κουβεντούλα γνωριμίας. Κάποια πράγματα φαίνονται απ' την αρχή.

    Μου ήσουν εντελώς αδιάφορος εξωτερικά, όπως σου ήμουν κι εγώ άλλωστε, κατά τις μετέπειτα ομολογίες. Σ' ενοχλούσε το κεφάλι - σημαδούρα, τα σκουλαρίκια, η εκκεντρικότητά μου. Λίγες μέρες αργότερα είδα το πρώτο ίχνος θαυμασμού στα μάτια σου, ένα βράδυ που ντύθηκα και βάφτηκα στα μαύρα κι έμοιαζα λίγο περισσότερο με γυναίκα. Έτσι όπως μ' έβλεπες ανέκαθεν δηλαδή, φαινόταν ακόμη κι απ' την χροιά σου όταν έβαζες αυτή τη λέξη στην ίδια πρόταση με τ' όνομά μου. Δεκαοκτώ χρονών σκατό.
   Την πρώτη φορά που μπήκα στο σπίτι σου, το μετέπειτα "εξοχικό" μας, με δυο εισιτήρια στο χέρι και ένα κουτί γλυκά για να εξιλεωθώ που σε ξύπνησα, πήγα κατευθείαν στο κουζινάκι και μας έφτιαξα ελληνικό. Τα πάντα εκεί μέσα, απ' τα ντουβάρια μέχρι το βλέμμα σου, φώναζαν μια ζεστή καλημέρα. Ρουφούσα αχόρταγα κάθε λέξη, κάθε ενέργεια. Το μάτι μου έπεσε αμέσως σε ένα σχολικό τετράδιο, κρυμμένο στο τελευταίο ράφι της βιβλιοθήκης.
- Πάνο, γράφεις;
Χλόμιασες, άλλαξες τριανταδύο χρώματα πριν το γέλιο της αμηχανίας.
- Μην πεις κάτι... Ούτε ο κολλητός μου δεν το ξέρει.

  Το δικό μου σπίτι έγινε η "φωλιά". Συζητήσεις που δεν τελείωναν ποτέ πριν το χάραμα, όταν αποκοιμιόμασταν με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο που θα μπορούσαν να βολευτούν δυο άνθρωποι. Σαν γατιά που κουλουριάζονται ανάποδα, ο ένας στα πόδια του άλλου. Ποτέ δεν ξύπνησα πιασμένη δίπλα σου, ακόμη και τότε που μας είχε πάρει ο ύπνος σε ορθή γωνία, καθιστοί σχεδόν. Σου μιλούσα για τον έρωτα, και μου έδειχνες τη χαρά σου που με έβλεπες να λάμπω. Μου μιλούσες για μύχιες σκέψεις και βιώματα, προσπαθούσα να χαιδέψω τα δαχτυλίδια των μαλλιών σου που μάκραιναν και παρατηρούσα πώς άλλαζαν χρώμα τα μάτια σου αναλόγως με το τι ένιωθες. Πράσινο, μελί, καστανό, λαδί... Ένα καλειδοσκόπιο που στραφτάλιζε στο φως και τα θραύσματά του θόλωναν την κρίση μου. Τα λόγια μας ταυτίζονταν σαν καλοσυγχρονισμένη χορωδία και γελούσαμε. Κι είσαι ακόμη ο μόνος άνθρωπος που έχεις παρατηρήσει πως η φωνή μου πιάνει ασυναίσθητα δυο τονικότητες, αναλόγως σε ποιον μιλάω και γιατί.

"Το φως σου και το φως χορεύουν γύρω μας... Απίστευτος ο κόσμος, κι ο χαρακτήρας μας..."

   Όταν άρχισαν οι τρικυμίες στη σχέση μου, κράτησες ακριβώς τη στάση που άρμοζε. Μέχρι τη στιγμή που σε ανάγκασα να ομολογήσεις όσα ήξερες, επειδή κατάλαβα ότι μου έκρυβες πράγματα από ένστικτο, χωρίς να σε δω ή να σ' ακούσω. Μέχρι τη στιγμή που έσπασες και ξεγυμνώθηκες μπροστά μου.
- Μπορώ να σε φιλήσω;
- Βρε Πάνο μου... Έχει νόημα;
  Αλμυρό φιλί, κι εγώ άγαλμα ασάλευτο στην αγκαλιά σου, να φιλάω τα δάκρυα απ' τα μάτια σου. Πολύ καιρό αργότερα έμαθα πως την επόμενη μέρα ήπιες τόσο πολύ, που σε πήγαν στο νοσοκομείο. Η πρώτη και η τελευταία φορά, όσο ήμουν εκεί κοντά, που δεν σεβάστηκες και δεν πρόσεξες αρκετά τον εαυτό σου.

    Κάπως έτσι ξεκίνησαν δυο επικίνδυνα, δύσκολα, υπέροχα χρόνια. Οι παρέες, τα ξενύχτια, ο χαβαλές, ήταν μόνο το αλατοπίπερο στον μικρόκοσμο που είχαμε φτιάξει οι δυο μας. Τίποτα δεν μας άγγιζε και δεν μας αφορούσε. Σου έμαθα τους Muse, τους Metallica και τους Deep Purple, με μύησες στους Radiohead, το Σωκράτη και το Θανάση. Τα τραγούδια της Χαρούλας απέκτησαν άλλο νόημα όταν τα ξανακούσαμε μαζί. Και η "Μάγισσα", όπως με είχες ταυτίσει στο μυαλό σου, έμαθε λίγο νωρίς "Τι γλυκό (είναι) να σ΄αγαπούν". Κλεισμένοι στο οχυρό μας, περνούσαμε τον πιο ποιοτικό χρόνο που  μπορούσε να φανταστεί κανείς, ακόμη κι όταν δεν κάναμε απολύτως τίποτα δημιουργικό. Χάζευες τις πεντάχρονες αντιδράσεις μου με χαμόγελα περηφάνιας, μια μέρα ηχογράφησες το γέλιο μου, που ήταν τόσο δυνατό που μας έκαναν παράπονα απ' την απέναντι πολυκατοικία. "Παιζάκι μου! Αφού στο 'χω πει... Σε όποια ηλικία κι αν σε γνώριζα θα σε ερωτευόμουν"
   Κι όμως όλη αυτή η απλή, κακοστημένη, ανιδιοτελής ευτυχία είχε μελανιές απ' τη σκιά στα μάτια σου. Τις στιγμές που αρκούσε ένα δευτερόλεπτο για να χάσεις τον κόσμο, να ψάχνεις κρυμμένα νοήματα στο χάος. Ήμουν ο επίλεκτος (και μοναδικός) θεατής της καταθλιπτικότητάς σου. Με τιμούσες. Σου μιλούσα για τα κουτάκια της λογικής που είχες ανάγκη, σε μάλωνα, σε κανάκευα, προσπαθούσα να σε αντιμετωπίσω με τα εφόδια που μου είχε δώσει το παρελθόν μου. Ήταν ένα τοπίο που ήξερα να το περπατήσω. Κλείδωνα τις πόρτες κι έκρυβα τα κλειδιά για να μη βγεις έξω εκείνες τις ώρες, πίστευα πως η αγάπη μου αρκούσε να καλύψει και τα κενά του δικού σου αυτοσεβασμού. Ώσπου ένα βράδυ άφησες στο τραπεζάκι τα δικά σου κλειδιά, το κινητό, άνοιξες την πόρτα, μου έδωσες ένα φιλί αποχαιρετισμού και δεν είχα τη δύναμη να σε κρατήσω. Στο μυαλό μου ήταν όλα ένα βουητό, οι σκέψεις κομματιασμένες, πεταμένες στη θολούρα. Να κάνω τι; Πού να ψάξω να σε βρω; Είχε νόημα; Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου, όταν κάποια στιγμή άκουσα ένα χτύπημα. Μου χάρισες με κόπο ένα αχνό χαμόγελο στο κατώφλι.
"Για να μάθεις πώς είναι τελικά να σ' αγαπάει κανείς πάνω απ' την ίδια τη ζωή του. Πάμε να κοιμηθούμε"
Κι αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά σου μ' ένα σιγανό, παραπονεμένο κλάμα ως το ξημέρωμα. Eίχες ένα σπανιότατο ταλέντο να αναγνωρίζεις τις στιγμές που ξεπερνούσα τα όριά μου. Και ως δια μαγείας, ανέσυρες μια δύναμη που κρατούσε και τους δυο μας όρθιους.

   Αρκετοί μας ζήλευαν. Στα μάτια των περισσότερων είμασταν ένα δυναμικό, ταιριαστό, αγαπημένο ζευγάρι. Εκείνο το βράδυ δεν κατάλαβαν ότι τσακωθήκαμε άσχημα για τις ζήλιες σου (γιατί δεν υπήρχε και κανένας άλλος σοβαρός λόγος). Είχαμε πιει και οι δύο πολύ.
- Άντε και γαμήσου, Γεωργίτσα...
Σ' ανέβασα στην πλάτη μου για να γυρίσουμε σπίτι. Σε ξέντυσα, σε ξάπλωσα στο κρεβάτι κι έμεινα καθιστή στο πάτωμα για ώρες, μέχρι να σιγουρευτώ ότι δεν θα πάθεις τίποτα στον ύπνο σου. Στήριζα το κεφάλι στην ντουλάπα για να μην πέσω, και σηκωνόμουν μόνο για να κάνω εμετό. Κάποια άσχετη στιγμή στην πλάκα, μετά από χρόνια, επαναλήφθηκε η ίδια εικόνα μ' ανάποδες θέσεις. Μ' έπιασε σύγκρυο.
- Πάνο μου, σήκω από 'κει σε παρακαλώ...
- Έχεις δίκιο, δεν το σκέφτηκα... Συγγνώμη.
- Γιατί, θυμάσαι τίποτα;
- Πώς είναι δυνατόν να το ξεχάσω;

   Ποτέ δεν ξανάφησα κάποιον να με βρίσει μες τα μούτρα, πολύ απλά γιατί δεν το άξιζαν τα δικά του. Στο εν δέκατο απ' τις δικές σου ζηλοτυπίες έκοβα το βήχα ή εξαφανιζόμουν. Κι όταν η παιδιάστικη ευχή "να βρω κάποιον που να χορεύει ένα ωραίο ζειμπέκικο για χάρη μου", έγινε κατάρα στα δικά σου βήματα, συνήθως βρίσκω γελοίο ή εντελώς αδιάφορο το θέαμα. Αυτά είναι τα "κατάλοιπά" σου, τα κατακάθια που άφησες στον καφέ μου. Ίσως χαίρομαι που δεν έχει βρεθεί, ή δεν θα βρεθεί ποτέ, εκείνος που θα με κάνει να κατεβάσω μονορούφι την κούπα.

   Κάποια στιγμή λύγισα. Πίστεψα πως δεν είχα άλλες αντοχές, είχα κουραστεί να σε υποστηρίζω στα μάτια όσων σε μίσησαν απ΄ την αρχή, χωρίς να ξέρουν τίποτε απ' όσα συνέβαιναν. Επηρεάστηκα απ' την προστατευτικότητα της μάνας μου, που άφριζε στη σκέψη ότι έφυγα απ' την Αθήνα για να καταλήξω πάλι στο ίδιο σπίτι μ' έναν μανιοκαταθλιπτικό. (Ασχέτως αν, χρόνια αργότερα, σε μια πολύ κακή της φάση, σε δικαιολόγησε και μου αποκάλυψε πράγματα που με έκαναν να κλάψω για τη δικαίωση που ζητούσα τόσο πολύ). Και καταλήξαμε μια μέρα να περπατάμε με τα χέρια σταυρωτά στις κωλότσεπες των τζιν μας, για να σχηματίζουμε το "Χ" των χωρισμένων, κατά το "Just married". Τόσο βλαμμένα είμασταν. Δεν σε άφησα να καταλάβεις τότε για ποιο λόγο έφυγα, είχα άπειρες τύψεις για να επιτρέψω κάτι τόσο ανήθικο. Ερχόμουν συνέχεια σπίτι σου και σε νανούριζα με παραμύθια για να κοιμάσαι χωρίς εφιάλτες, από εκείνους που ανατρίχιαζα στο άκουσμά τους. Ανέκαθεν έλεγες πολύ καλύτερα ιστορίες από εμένα βέβαια, ήσουν καταπληκτικός αφηγητής. Όμως το ταλέντο σου στα ψέματα το εξάσκησες αλλού, ευτυχώς. Εγώ ούτως ή άλλως δεν είχα ελπίδες. Πώς ακριβώς να κρυφτείς από ένα τυπάκι που είχε καιρό να σε δει και να σ' ακούσει, αλλά απ' τον τόνο της φωνής σου στο "καλησπέρα" κατάλαβε ότι είχες προσπαθήσει να προχωρήσεις τη ζωή σου ερωτικά με κάποιον;

   Δεν έμαθα να παραδίδω τα όπλα. Και δεν θα συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου να σε άφηνα από λιγοψυχιά. "Γωγία, θες να τα φτιάξουμε;", ένα χαρτί με κουτάκια πολλαπλής επιλογής από κάτω, η μόνη ταιριαστή επανασύνδεση σ' ένα τόσο ανορθόδοξο ζεύγος. "Αν υπήρχες θα σε χώριζα". Κι ένας νέος κύκλος, πιο ώριμος, πιο γλυκός. Που έκλεισε όταν έπαψα να σε θαυμάζω πια σαν άνθρωπο. Όταν οι ώρες που σε άκουγα να μιλάς για στόχους κι έλαμπαν τα μάτια σου, λιγόστεψαν επικίνδυνα. Αλλαγή προτεραιοτήτων. Ο δραστήριος και συνειδητοποιημένος άντρας έδωσε τη θέση του σε ένα εγωιστικό, άβουλο παιδί που υπήρχε πάντα από κάτω, αλλά έκανε πια αισθητή την παρουσία του όλο και περισσότερο. Η απόφαση κοινή. Και "η αξιοπρέπεια ενός ζευγαριού κρίνεται κυρίως στο χωρισμό".

   Κάπου εκεί άρχισε ο δικός μου κύκλος της υποβόσκουσας, επερχόμενης κατάθλιψης, με όλα τα ψυχοσωματικά συμπτώματα που μπορεί να βρει κανείς στον ιατρικό οδηγό. Δεν ήταν πόνος ερωτικός αυτός, έρωτας ως γνωστόν δεν υπήρξε απ' την πλευρά μου ποτέ. Ήταν κάτι άλλο, πολύ χειρότερο. Ξέραμε πώς μπορούσαμε να διαλύσουμε ο ένας τον άλλο σε δευτερόλεπτα, κάθε μας συνάντηση οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή. Κι απ' τα έγκατα ανασυρόταν πάντα ο εγωισμός μου, την ύστατη στιγμή.

- Έχεις υποθερμία καρδούλα μου, 33 δείχνει το θερμόμετρο... Γι' αυτό δεν μπορείς να σταθείς. Αφού δεν θες να σε πάω εγώ, άσε με τουλάχιστον να πάρω τον Ιάσονα να σε πάει στο νοσοκομείο. Σε παρακαλώ...
- Σήκω και φύγε και μην το σκέφτεσαι. Τσακίσου.
- Εσύ μου 'λεγες ότι είμαι οικογένειά σου. Έτσι θα πετούσες τη μάνα σου στο δρόμο;
- Αν ξαναπιάσεις στο στόμα σου την οικογένειά μου, σου υπόσχομαι ότι θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνεις.
Κανείς δεν έμαθε τίποτα τότε. Και η λύση ήρθε από εκείνη που δεν θα πετούσα ποτέ στο δρόμο, όταν η Βασούλα μπορούσε ακόμη να ρίχνει σφαλιάρες.
- Το ξέρεις ότι κλαις και παραμιλάς στον ύπνο σου; Συνέχεια ακούω το όνομα του μαλάκα... Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά ψάξτο. Άμεσα, γιατί θα σε φέρω πίσω στην Αθήνα σηκωτή.

   Θέλαμε χρόνο για να βρούμε τις ισορροπίες. Κι όταν, λίγους μήνες αργότερα, βρέθηκα στην άλλη άκρη της Ευρώπης και μ' έψαχναν, γιατί χάθηκα περπατώντας στην Κοπεγχάγη ενώ σου απαριθμούσα για τρεις ώρες στο τηλέφωνο όοολα εκείνα που έβλεπα και θα σου άρεσαν πολύ, ενώ σκεφτόμουν τι δώρο θα σου φέρω, ημέρεψα επιτέλους. Και για πρώτη φορά δεν μου μαύρισες διακοπές στις οποίες έλειπες από δίπλα μου.

- Μαθαίνω μόνος μου κιθάρα. Για σένα κυρίως. Έχω παίξει σε 2-3 άτομα, αλλά... Αυτή τη στιγμή περίμενα. Θες να μ' ακούσεις;

   "Γιατί δεν τον χτύπησες; Γιατί δεν τον έβρισες; Πώς είναι δυνατόν αυτός ο ηλίθιος να είναι, ή να ήταν κάποτε ο άνθρωπος που περιγράφεις;" Πολύ ψυχοφθόρα διαδικασία να σε δικαιολογώ, να προσπαθώ όχι μόνο να μην γκρεμιστείς απ' το βάθρο μου αλλά να ανυψωθείς και στα μάτια εκείνων που δεν σε ήξεραν. Η ανασφάλειά σου ήταν η ευρύτερη αποδοχή. Και το τίμημα το πλήρωσες πολύ ακριβά. Σε ήξεραν όλοι, περνούσαν καλά μαζί σου, γελούσαν με τ' αστεία σου, αλλά η κοινή γνώμη ήταν η χειρότερη, ειδικά όσων θα έπρεπε να σε αφορά. Μερικοί σταμάτησαν ακόμη και να σου μιλάνε. Κι εγώ έπεφτα στην παγίδα σου και πίστευα πως ήταν άμυνα χωρισμού όλο αυτό, πως έπρεπε να έχω ενοχές. Σε προστάτευα και με προστάτευες. Τα βράδια που ήξερα ότι θα βγεις, τα μάτια μου δεν έκλειναν ποτέ πριν το χάραμα, την ώρα που ένιωθα ότι θα γυρίσεις. Όταν τύχαινε να βρεθούμε κάπου μαζί, σε συνόδευα με τ' αμάξι μου μέχρι το σπίτι σου, ή σιγουρευόμουν ότι δεν θα έπινες πολύ. Τις υπόλοιπες μέρες, απλώς έτρεμα.

- Σ' αγαπάω ρε γαμώτο... Σ' αγαπάω.
- Τράβα πάνω να κοιμηθείς ρε νούμερο. Και να δω το φως ν' ανάβει, ε;

   Οι ερωτικές σου περιπέτειες γίνονταν κάτι σαν θρυλικά ανέκδοτα. Λογικό, αν ένας άνθρωπος δεν κάνει ποτέ σχεδόν σεξ νηφάλιος. "Έχω πονέσει και γι' αυτό έγινα έτσι", είπες κάποτε σε μια απ' αυτές που νταραβεριζόσουν. Σ' ένα γλυκύτατο παιδί, το οποίο δεν σεβάστηκες ποτέ, όπως καμία απ' τις επόμενες, ούτε τη σταθερή σου σχέση, της οποίας τα κέρατα γκρέμιζαν τις πόρτες του Cien Tower εις γνώση της. Την άφηνες να κυκλοφορεί σχεδόν γυμνή δίπλα σου, όταν ρίχναμε κάποτε ιστορικούς καυγάδες για ένα κάπως ανοιχτό ντεκολτέ. Κι όταν σου είπα "μπράβο" που ελευθέρωσες λιγάκι το μυαλό σου, η απάντησή σου ήταν ένα ειρωνικό βλέμμα όλο πίκρα. Ίσως είχες αρχίσει να με μισείς. Πίεσες τον εαυτό σου να προχωρήσει, για να καταλήξεις να με "διαφημίζεις" στις επόμενες (τέτοια έλλειψη τακτ), σε βαθμό που η κοπέλα που προανέφερα να καταλάβει ποια είμαι, βλέποντάς μας δέκα δευτερόλεπτα στο ίδιο δωμάτιο. Για κακή σου τύχη, το υποκριτικό σου ταλέντο σε πρόδιδε άσχημα μπροστά μου. Για ακόμα χειρότερή σου τύχη, έγινε φίλη μου, ακριβώς επειδή μου είπε τα πάντα εξαρχής κι ήμουν η μόνη που δεν της είπα να σε στείλει στο διάολο. Γιατί πίστευα πως άξιζες τον έρωτα που δεν μπόρεσα να σου δώσω. Κι εσύ, βουτηγμένος στην άγνοιά σου, ένα βράδυ μας είδες έξω, κρυμμένες σε μια γωνιά, να της "μαθαίνω" τσιφτετέλι, έκατσες απέναντι με το μπουκάλι στο χέρι κι έπινες. Το ίδιο βράδυ που, αφού τους γύρισες όλους σπίτια τους, δεν με άφησες πρώτη φορά να οδηγήσω για να σε πάω στο δικό σου. Απ' το ραδιόφωνο ακουγόταν το "Φοβάμαι" του Τερζή, κι άρχισα να τραγουδάω για να χαλαρώσεις. Το θέαμα που αντίκρισα δεν ήταν σίγουρα η πρόθεσή μου: ένα πλάσμα να τρέμει και να σφίγγει κλαίγοντας τα δάχτυλα στο τιμόνι. "Πάει, αυτό ήταν, θα σκοτωθούμε". Ίσως να ήταν καλύτερο απ' αυτό που επακολούθησε, τον Παναγιώτη να παρακαλάει και να επιστρατεύει κάθε ίχνος συναισθήματος και γοητείας για να με πείσει να κοιμηθούμε μαζί. Δυο χρόνια μετά; Ναι, και εικοσιδύο χρόνια μετά.

-Τι σου έχει λείψει περισσότερο από μένα;
-Το σπιτάκι μας. Και να σε βλέπω να χορεύεις.

    Ό,τι υστερούσε το παρουσιαστικό σου το κέρδιζες επάξια με το λέγειν. Αυτό που δεν μπορούσες να χωνέψεις μαζί μου, ίσως ήταν το "όχι" που δεν άκουγες από πουθενά αλλού. Είχαμε σχεδόν το ίδιο παράστημα, τα ίδια κιλά, φορούσα άνετα τα ρούχα σου κι εκνευριζόσουν που παίζαμε ξύλο στην πλάκα και δεν μπορούσες να με κάνεις καλά. Απολύτως ισότιμοι αντίπαλοι, σε όλα μας.

"Όλα τα χρόνια που θα έρθουνε για σένα
Να είναι ήσυχα να `ναι ευτυχισμένα
Να `χεις αγάπη στην καρδιά σου, μη φοβάσαι
Όσο μπορείς να μ` αγαπάς, δικιά μου θα 'σαι."

   Ακόμη κι αν είχες τις καλύτερες των προθέσεων, οι ευχές σου δεν έπιασαν τόπο. Όταν σε συνάντησα εκείνη την εποχή που ξεκινούσαν τα ζόρια και παρατήρησες τα χέρια μου, χάρηκα που κατάλαβες γιατί φορούσα το βεράκι μας. Αν λείπει η παρουσία, ό,τι ασήμαντο, ό,τι μικροαντικείμενο πρόερχεται από έναν άνθρωπο που μας έχει αγαπήσει απεριόριστα δεν είναι παρά μόνο θετικός πόλος μιας ενέργειας που τυχαίνει να έχουμε μερικές φορές απόλυτη ανάγκη. Έσκυψες το κεφάλι για να μη σε δει να βουρκώνεις κανείς άλλος εκτός από μένα.

   Την τελευταία φορά που σε είδα φορούσες ένα δερμάτινο μπουφάν, σχεδόν ίδιο με το δικό μου. Δυο Καλουτάκια εν κινήσει στη μέση της πλατείας, δεν αντάλλαξαν μισή κουβέντα. Απλώς με κοίταξες και για ένα δευτερόλεπτο πάγωσαν όλα γύρω σου, οι περαστικοί στην εικόνα. Fade out. Για κάποιο λόγο ξέρω ότι δεν θα είναι πραγματικά η τελευταία. Αλλά για τον ίδιο λόγο δεν πρόκειται να σε ψάξω. Ακόμη και πέρυσι τέτοια εποχή, που μετά από χρόνια μέθυσα και σε μνημόνευσα, ένιωσα απέραντη ανακούφιση που είδα το βρισίδι του Πάνου το άλλο πρωί, τύπου "τι ήθελες μωρή και με πήρες τηλέφωνο νυχτιάτικα". Καθαρή τύχη.

    Ξέρω πως απ' τη στιγμή που ανέβηκες κι αντιμετώπισες κάποιες παρόμοιες καταστάσεις με σκεφτόσουν λίγο περισσότερο απ' όσο φαντάζομαι. Your entry to the real world, honey bee. Ξέρω πως, μετά από τόσα χρόνια, ερωτευτήκαμε, δεθήκαμε, αγαπήσαμε, καψουρευτήκαμε με την ίδια ζέση άλλους ανθρώπους, αλλά το "ουδείς αναντικατάστατος" καίει τις περγαμηνές του στην περίπτωσή μας. Ποιος μπορεί να καταλάβει μωρέ τη φτιαξιά τη δικιά μας; Ας τ' ανθρωπάκια να κλαψουρίζουν για αδελφές ψυχές, και να δίνουν μεγαλοπρεπή ονόματα στη συμβατικότητά τους. Ποια άλλη θα μπορούσε, μετά από ένα "ρομαντικό" δείπνο σε κινέζικο, να γιορτάσει την επέτειό σας σ' ένα κωλομάγαζο με σφηνάκια μέχρι κενού μνήμης, επειδή αποφασίσατε ότι είστε τόσο ευτυχισμένοι που αξίζει να γίνετε λιώμα; Ποιος άλλος θα μπούκαρε στο σπίτι μου σαν ταύρος, αδιαφορώντας για τα προσχήματα, και θα ορμούσε στην αγκαλιά μου μόνο και μόνο επειδή είδε ένα κακό όνειρο και θέλησε να βεβαιωθεί πως είμαι καλά; Πρόσφατα είπα πως φοβάμαι μην βρεθεί μπροστά μου κανένας άλλος σαν εσένα. Κι όμως, θ' άνοιγα διάπλατα πόρτες και παράθυρα να τον υποδεχτώ. Είναι συναίσθηση, όχι μαζοχισμός.
   Αν υποστηρίξουμε τη θεωρία του άλλου μισού, είναι άραγε άδικο να το συναντάς στα δεκαοκτώ κι όχι στα εικοσιπέντε, ας πούμε; Φυσική νομοτέλεια μιας χαζής λογικής.

- Μικροί είμαστε ακόμη μωρέ... Κάνε τις σχέσεις σου, πήδα ό,τι μπορείς να το ευχαριστηθείς, καμιά δεκαριά χρονάκια σου δίνω. Μετά εδώ θα είμαστε. Θα σε περιμένω...
- Μην λες τέτοια ούτε στην πλάκα, γιατί ξέρω πως είσαι ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο θα μπορούσε να συμβεί αυτό. Κι όπως κι αν έρθουν τα πράγματα, δεν πρόκειται να πάψω να σε λέω "γυναίκα της ζωής μου", όσα χρόνια κι αν περάσουν. Γιατί είσαι όντως η πρώτη γυναίκα που γνώρισα.

   Αυτό αρκεί, δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο.