Athens

Athens
Athens

Τρίτη 12 Μαρτίου 2019

Βάσω

    Ώστε έτσι θα πάει; Κάθε καινούριο γράμμα εδώ θα είναι μια οικογενειακή κατάθεση με γυναικείο όνομα; Ή μια ολότελα κρυμμένη ερωτική εξομολόγηση; Και πώς γίνεται, κάθε φορά, να ξεκινάω έχοντας μια ιδέα στο ψηφιακό μου χαρτί, και ο χρόνος και τα γράμματα να την μετατρέπουν σε ό,τι εξομολόγηση γουστάρουν εκείνοι; Ξέρω με βεβαιότητα πως θα γίνει και τώρα.
   Σκατά.

    Δεν μπήκα ποτέ στον κόπο να γράψω ένα αντίστοιχο γράμμα σε σένα, όπως στον Χρήστο, γιατί ένας "επικήδειος" είναι περιττός στη ζωή ενός ανθρώπου που υπάρχει ακόμη.
Απλώς έτυχε να πέσει τώρα στα χέρια μου μια παλιά φωτογραφία με τις δυο "μαμάδες" μου, και με βοήθησε να ολοκληρώσω για πρώτη φορά τη σκέψη μου γραπτώς.

  Μια γυναίκα στη φωτογραφία που είναι σχεδόν ίδια μετά από τόσα χρόνια, και την ζω καθημερινά. Και μια την οποία δεν αντέχω να κοιτάζω, ούτε την βλέπω συχνά, γιατί προσπαθώ με πολύ κόπο να διακρίνω τις ομοιότητές της με τη γυναίκα της φωτογραφίας, πόσο μάλλον τις - επιβεβλημένες απ' το γενετικό κώδικα - δικές μας.
Ένας άνθρωπος που υπάρχει ακόμη, αλλά δεν ζει.
Επικήδειος. Ή παράπονο. Όπως θες πες το.



    Δεν θυμάμαι ούτε μισό άτομο που να γνώρισε τη Βάσω στα καλά της και να μην μου είπε πόσο έξυπνος, διορατικός, συμπονετικός άνθρωπος ήταν. Πόσο δουλευταρού και πεισματάρα για να προστατέψει όσα και όσους αγαπάει.  Σχεδόν με απολογητικό τόνο, που δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω πολλά χρόνια έτσι, όπως εκείνοι. Όμως η παιδική μνήμη λειτουργεί διαφορετικά. Τη θυμάμαι έτσι. Αναφέρω πάντα τις καλές τις στιγμές, τα ταλέντα της... Αλλά στον παρελθοντικό χρόνο. "Ήταν".

    Η ευγνωμοσύνη και τα νεύρα είναι δύσκολο να συνυπάρξουν. Θα είμαι πάντα ευγνώμων σε μια γυναίκα που επέλεξε να με γεννήσει για να σώσει έναν προβληματικό γάμο, που θεωρούσε πως ήμουν αχτίδα φωτός στα προβλήματα που ήξερε (ή δεν ήξερε) πως έχει, που με μεγάλωσε για να γίνω ένας δυναμικός, αυτόνομος άνθρωπος, δείχνοντάς μου την αγάπη της με κάθε τρόπο που υπάρχει από καταβολής κόσμου, όσο χειριστική ή πιεστική κι αν γινόταν, χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Γιατί είχε μάθει να καταπιέζει την τρυφερότητά της, την ανάγκη της να ζητάει πράγματα. Γι' αυτό κάποιες φορές η αγκαλιά της ήταν σκληρές φτερούγες να σε σκεπάζουν. Χωρίς πούπουλο.

   Αχ μωρέ Βάσω!
Είχες πάντα την καλύτερη συμβουλή για όλους. Κι όταν έτρεχες να βοηθήσεις τους πάντες χωρίς να υπολογίζεις το προσωπικό κόστος, ένα ύπουλο τερατάκι έκανε τα μαθηματικά για σένα. Και μηδέν εις το πηλίκο, κατέληξες μόνη κι αβοήθητη. Δεν μπορώ να εκνευριστώ επειδή άφησες τη μανιοκατάθλιψη να σε νικήσει, ενώ απέδειξες για χρόνια ότι μπορούσες να της δώσεις μερικές ξεγυρισμένες σφαλιάρες. Εκνευρίζομαι όμως γιατί όταν μπήκα πια στην εφηβεία κι άρχισα να σου τα χώνω για όλες τις λανθασμένες επιλογές που έβλεπα ότι έκανες, άφηνες το ξεροκέφαλό σου ν' αποφασίσει για το καλό των άλλων αντί για το δικό σου. Μαμά Τερέζα. Όταν έφτασα να σου πω πως αγαπάω έναν άνθρωπο που αντιμετώπιζε τα ίδια προβλήματα με σένα, έχασες το χρώμα σου. Είχες αρχίσει να καταλαβαίνεις τι έκανες, αλλά ήταν αργά.

    Και τώρα;
Όταν αποφάσισα πως δεν μπορώ ν' ασχοληθώ άλλο μαζί σου αλλά με τη ζωή μου, έγινα ο σκληρός άνθρωπος που ήλπιζες ότι θα γίνω. Αλλά όχι με τον τρόπο τον δικό σου. Δεν κράτησα κακία σε κανέναν απ' τους δυο σας, δεν αρνήθηκα να μιλήσω στους γονείς μου για χρόνια. Κι όταν έλεγες τον πεθερό σου "πατέρα", προσπαθούσες να καλύψεις τα κενά. Εγώ νιώθω τα πεθερικά μου οικογένειά μου, επειδή μιλάω. Και μπορώ να μιλήσω για τις κακές στιγμές, αλλά κι όοοολους τους λόγους που νιώθω τυχερή που σας είχα. Πάντα μιλάω. Και ξέρεις πως αυτό με έσωσε από πολλά πράγματα. Κρίμα που δεν πείστηκες ποτέ να το κάνεις.

     Όταν παντρεύτηκες, έφυγες απ' το σπίτι σου σαν κυνηγημένη. Κι άκουγες τη "Μπαλάντα της Ιφιγένειας" για να εξιλεωθείς απέναντι σ' αυτό που ένιωθες για τη μάνα σου. Είχα την εξιλέωσή μου μαζί σου, χρόνια πριν, όταν ακούγαμε μαζί αυτό το τραγούδι.

   Βασούλα μου... Μου έμαθες να μην υποχωρώ. Να υποτιμώ τον κίνδυνο. Να διαχωρίζω ένα προκλητικό ντύσιμο από μια προκλητική συμπεριφορά. Να διαβάζω. Ν' αμφισβητώ. Ν' ακούω μουσική. Να χορεύω τσιφτετέλι σαν να μην είμαι η πουτάνα του δωματίου. Μου έδωσες τόσα και τόσα εφόδια για ν' αντιμετωπίσω σοβαρές καταστάσεις, λες και ήξερες πως, όταν έρχονταν, δεν θα ήσουν εκεί.
Και τα κατάφερες. Ακόμη και μόνο γι αυτό, θα πρεπε να μαι απόλυτα ευγνώμων.

   Ξέρεις όμως τι γίνεται;
Να, αυτό που είπα. Δεν είμαι σαν εσένα. Είμαι παραπονιάρα. Δεν νιώθω πως το να ζητιανεύσω χάδια θέτει σε κίνδυνο την ακεραιότητά μου. Και γέρασα λίγο για ν' αλλάξω.

   Ούτε μία στο εκατομμύριο δεν θα σε αντάλλαζα με μια μανούλα του σωρού, που μιλάει ολονυχτίς για μαλλιά, κρέμες και νύχια. Με κανένα γυναικάκι που κλαψουρίζει αδυνατώντας δήθεν να πάρει αποφάσεις, για να κρύψει τον ήχο της μαχαιριάς της στην πλάτη του άλλου. Απλώς, καμιά φορά....

    Θα ήθελα μια μάνα που να θυμάμαι την τελευταία φορά που έφτιαξε καφέ για να με υποδεχτεί, ή έστρωσε ένα κρεβάτι για να κοιμηθώ.
Μια μάνα που να μπορούσε να έρθει στην ορκωμοσία μου.
Μια μάνα που να μπορούσε να με συμβουλέψει για νυφικά, με το αυστηρό, λιτό, αλλά καταβάθος τόσο πανομοιότυπό μας γούστο της. Και να γελάει με τον πανικό μου.
Μια μάνα που θα μπορούσε να έρθει στο γάμο μου.

    Δεν έχω ανάγκη τη βοήθειά σου, γιατί έχω ξεχάσει χρόνια τώρα πώς ήταν. Αλλά θα 'θελα ρε γαμώτο να γνωρίσεις καλύτερα τον άνθρωπο χωρίς τον οποίο δεν μπορώ να ζήσω ούτε μια μέρα. Nα χαιρόσουν...
   Αν δεν έλειπε τώρα, ίσως να μην το έγραφα αυτό. Αλλά είναι αστείο η σκληρή, αυτάρκης τύπισσα που μεγάλωσες να μετράει κάθε λεπτό μακριά απ' τον άντρα της, σε κάθε γωνιά του σπιτιού τους και σ΄ ένα άδειο κρεβάτι. Και να ξέρεις πως αυτό το συναίσθημα δεν βρωμοκοπάει ανασφάλεια. Θα με καταλάβαινες. Θα γελούσες...

Δεν έχω ανάγκη να καλύψω το κενό καμίας οικογένειας. Έχω τη δική μου πια. Και δεν απαρνήθηκα το παρελθόν, σαν φυγάς. Απλώς με στεναχωρεί που λείπεις απ' τη ζωγραφιά...