Athens

Athens
Athens

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Love (and read) me if you dare, pt.2: Όλες του κόσμου οι Κυριακές

Πριν από λίγο καιρό έγραψα ένα τεράστιο γράμμα για τον άνθρωπο που έδωσε μορφή και σχήμα στην έννοια της αγάπης στο μυαλό μου. Για να μην ξεχάσω, για να εξυψώσω κατηγορώντας εμένα. Η διαφορά στον έρωτα είναι πως δεν χρειάζεται λεκτικά φτερά για ν' ανυψωθεί, είναι ο Ίκαρος που δεν καίγεται ποτέ απ' τον ήλιο της μνήμης σου. Επιτέλους λοιπόν... :)

    Υπάρχουν ερωτικές ιστορίες έντονες, αδιάφορες, σύντομες, απωθητικές, κινηματογραφικές. Εδώ πρέπει να προετοιμαστείς για ένα σίριαλ που τα έχει όλα: πάθη, μίση, ίντριγκες, αδιαφορία, δράματα, γέλια, φιλική αγάπη, προσωρινά απωθημένα. Και προφανώς είναι μια ιστορία που δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ με τη φράση "κάπως έτσι αγάπες μου γνώρισα τον πατέρα σας". Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι μεγαλύτεροι έρωτες δεν λουφάζουν ποτέ για καιρό στο ίδιο κρεβάτι, ανίκανοι να συμβιβαστούν με αγκαλιές χωρίς μυρωδιά μπαρουτιού. "Τέσσερα χρόνια απ' τη ζωή μου ήταν πολλά, πάρα πολλά." Υπεραρκετά για να τα διηγείσαι αργότερα σε χαρούμενα έκπληκτους ακροατές.

    Δεν πίστευα ούτε πιστεύω στον κεραυνοβόλο έρωτα. Σε γνώρισα λίγες μέρες πριν μάθω τα αποτελέσματα των Πανελληνίων μου. Όταν η δεύτερη σκέψη, μετά την έκπληξη, ήταν η χαρά πως θα σ' έβλεπα συχνά, θα 'πρεπε να υποψιαστώ κάτι. Όταν τύπωσα μια φωτογραφία που σε είχα τραβήξει για να την έχω μαζί μου στο ταξίδι, να καμαρώνω το βλέμμα σου. Η πρώτη εικόνα που μου έμεινε στο μυαλό ήταν πως είχαμε ίδια μέρα γενέθλια και ίδιους στόχους για το μέλλον. Ήταν αρκετή για να περάσει ένας μήνας με το πιο γλυκό συναίσθημα προσμονής που θυμάμαι. Τα πρώτα ξενύχτια, τα γέλια, τα ποτάμια του ούζου, ο κόμπος στο στομάχι τις μέρες που ήξερα πως δεν θα 'ρχοσουν μαζί μας. Κι όταν άρχισα πια να κουράζομαι απ' την απελπισία ενός αβέβαιου "παραπέντε", ήρθε η νύχτα που τ' άλλαξε όλα. Τις νιώθεις αυτές τις νύχτες, μυρίζεις την αστερόσκονη στον αέρα. Τέσσερα βλαμμένα που μιλούσαν κι ονειρεύονταν δίπλα στη θάλασσα. "Μην με πάτε σπίτι, θέλω να περπατήσω". Ήμουν τόσο ανασφαλής που δεν είχα καταλάβει τίποτα, μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μέχρι ν' ακούσω αργότερα τον ήχο του μηνύματος στο κινητό μου.

- Πες το αστείο, γελοίο, όπως θες, δεν με νοιάζει. Σε σκέφτομαι.
...
- Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Θέλω να σε πάρω αγκαλιά.
Μπόινγκ, μπόινγκ, μπόινγκ. Κάπως έτσι άρχισα να πιστεύω στα θαύματα και να κάνω το σαλόνι-κρεβατοκάμαρα σε 0.3 χοροπηδώντας. Καρδιά και σώμα βατραχάκι. Πώς να μιλήσεις, αν κλείσει το στόμα σου φιλί σαρκοφάγο μόλις ανοίξεις την πόρτα; Ένα απ' τα ωραιότερα βράδια της ζωής μου μας βρήκε αγκαλιά στον καναπέ, να γελάμε με τον χρόνο που θα είχαμε γλιτώσει αν ο κολλητός μας άνοιγε το στόμα του, αφού του είχαμε μιλήσει αμφότεροι.
Όλα τα όμορφα τελειώνουν γρήγορα, αν είσαι μικρός κι ανίκανος να τα διαχειριστείς. Κάπως έτσι μετά από λίγο καιρό εσύ με άφησες για άλλη κι εγώ βρέθηκα με άλλον. Υποκριτική αδιαφορία, δολοφονικά προσχήματα λόγω παρέας, βλέμματα που σπάνε κόκκαλα, αμοιβαία ένταση και θυμός. Και φαινομενική λήθη. Μέχρι τη στιγμή που βρεθήκαμε ένα ξημέρωμα στο ίδιο κρεβάτι, με αγκάλιασες τόσο σφιχτά που μούδιασα και τυλίχτηκες σαν μωρό στην πλάτη μου. "Συγγνώμη". Τότε άρχισα να καταλαβαίνω γιατί ήσουν τόσο μετρημένος στα λόγια. Σπάνιες, αντρίκιες κουβέντες, που δεν ζητιανεύουν ερωτικά ανταλλάγματα.

    Αρχίσαμε να μιλάμε. Αρχίσαμε να γνωριζόμαστε, δειλά δειλά, κερδίζοντας το χαμένο χρόνο. Ατελείωτες συζητήσεις, σχεδόν καθημερινές, ως το πρωί. Αν το πάθος κι ο θαυμασμός είναι η σπίθα του έρωτα, η εκτίμηση είναι ο αέρας που δυναμώνει τη φωτιά. Κάποτε βρήκα τις συνομιλίες μας και συγκινήθηκα απ' την προσπάθειά σου να με προσγειώσεις απ' το ροζ συννεφάκι μου, απ' την προστατευτικότητά σου. Δεν καταλάβαινα τότε ότι μοιάζαμε τόσο πολύ. Με τη διαφορά ότι είχες ανέκαθεν ένα πολύ πιο δυνατό κι ώριμο μυαλό. Ντρεπόμουν ακόμη και να σε ρωτήσω για μια απορία μου σε μάθημα, πόσο μάλλον να σου πω αυτά που αισθάνομαι. Μου μιλούσες όπως θα μιλούσα στον εαυτό μου λίγα χρόνια αργότερα. Σε συμβούλευα για τα ερωτικά σου όπως θα συμβούλευα ένα φίλο, κι έριχνα κουτουλιές στον τοίχο δίπλα μου, συνήθως αγκαλιά μια μαυροδάφνη. Κλαιγόμουν στις φίλες, έγραφα γράμματα - σεντόνια τα οποία κατέστρεφα την επόμενη μέρα. Κι όταν αυτή η ατμόσφαιρα του παραπέντε έγινε άλλη μια φορά βρόγχος στο λαιμό μου, λίγο πριν χωρίσουμε και οι δυο, έκανες την αρχή και μιλήσαμε με ανοιχτά χαρτιά. Πώς να συγκρατήσεις ένα ορμητικό ποτάμι με ένα κλωναράκι λογικής; Το επόμενο πρωί ταξίδευα για Αθήνα, κι είχα ένα τεράστιο άυπνο χαμόγελο σφηνωμένο στη μούρη μου, με το φόβο να μην προδοθώ στους άλλους της παρέας. Γλυκιά μυστικοπάθεια. "Σ' ένα μινοράκι σ έβαλα κρυφά...."

    Ακόμη και τώρα, πιστεύω ότι είμασταν ανίκανοι να κρύψουμε το οτιδήποτε. Στα μη αδιάφορα μάτια, η ενέργεια μεταξύ δυο ανθρώπων είναι σχεδόν χειροπιαστή, τόσο καθαρή που μπορείς να την αγγίξεις. Κι όσο οι λέξεις χωλαίνουν, ανήμπορες να περιγράψουν, η επονομαζόμενη και πολυδιαφημισμένη "χημεία" παίρνει διαστάσεις πυρηνικού αντιδραστήρα. Και κάθε μέρα γίνεται μια μικρή αφορμή για υπόγειες εκρήξεις. Όταν μας είδε ένα βράδυ ο Πάνος να χορεύουμε μαζί, βγήκε έξω και κλωτσούσε τ' αμάξια απ' τα νεύρα του. Όταν αναγνώριζα ή θυμόμουν, απ' το βλέμμα μου και μόνο, ποιες φωτογραφίες με τραβούσες εσύ. Δεν μπορούσα να φάω, να κοιμηθώ φυσιολογικά, να διατηρήσω τον έλεγχο. Όπως τότε που ήθελα να σου φτιάξω τη διάθεση, φρεσκοχωρισμένος γαρ, σ' έπεισα να βγούμε στις τέσσερις το πρωί, ήπιαμε ένα μπουκάλι βότκα σε δέκα λεπτά και με πρόδωσε η διάθεσή μου. Με ανέβασες αγκαλιά στις σκάλες του σπιτιού με το ζόρι, όσο νιαούριζα πως μπορώ να περπατήσω, και το μόνο που μ' ένοιαζε την ερωτοπετροβολημένη, ήταν πόσο άσχημη φαινόμουν στα εξίσου μεθυσμένα μάτια σου.
- Καρδούλα μου, συγγνώμη που σου χάλασα τη βραδιά, αλήθεια...
- Δεν πειράζει Γεωργία μου, εγώ συγγνώμη, που είμαι μαλάκας...
(Γελοιωδίες οινοπνευματώδεις. Μην κοροιδεύεις, ξέρω πως έχει συμβεί και σε σένα)

     Ίσως δεν ήταν γραφτό να γίνει. Ίσως μας μπλόκαραν οι συνθήκες, αλλά η ηρεμία μεταξύ μας ήταν πάντα η άμπωτη πριν την καταιγίδα. Ένα καλοκαίρι που εξαφανίστηκα απροειδοποίητα στην Αθήνα για να καταλάβω τι σκέφτεσαι, γύρισα ερημιές και κοσμικονήσια, για να επιστρέψω στο Ηράκλειο και να σου δώσω επιτέλους μια γραπτή έκδοση της αλήθειας. Με απωθημένο, με πόνο, φτύνοντας συναισθήματα. Χαμένο παιχνίδι. Φυσικά και δεν απάντησες ποτέ. Φυσικά και βρήκες μια άσχετη αφορμή για να τσακωθούμε. Και τότε άρχισε ο δεύτερος γύρος στο ρινγκ. Υπέροχος, σκληρός, Ψυχρός Πόλεμος. Παλεύαμε με κάθε τρόπο να δείξουμε ο ένας στον άλλο μια τρανταχτή αδιαφορία, στα όρια της απέχθειας. Mind games. Και κάθε προσπάθεια έπεφτε κωμικοτραγικά στο κενό. Ακόμη κι αυτά τα απλά, αθώα παιχνιδάκια της ζήλιας, μας έφταναν στο σημείο να γινόμαστε πρασινοσαυρί και μπλε μαρέν αντίστοιχα. Μία σου και δέκα μου. Δέκα σου και μία μου.
       Και οι μήνες (σιωπής) κυλούσαν, και ξαναβρέθηκα, και ξαναχώρισα με τον Πάνο, κι εκεί που η κατάθλιψή μου σμίλευε σταθερά την αποδοχή της κατάστασης μεταξύ μας, έρχεται εκείνο το βράδυ που μ' έκλεψαν στο δρόμοοοο... Τα νεύρα διαδέχτηκε ένα ισχυρότατο σοκ, περπατούσα χωρίς να βλέπω, δεν μπορούσα να οδηγήσω. Κατά τις τρεις παίρνω τον Ιάσονα και λίγο μετά αναγνωρίζω τη σιλουέτα του να έρχεται προς το μέρος μου, μαζί με ένα άλλο, πολύ γνώριμο βάδισμα... Είχα καιρό να σε δω, ίσως γι' αυτό μου κόπηκε και η μιλιά. Αφού χτενίσατε όλη την περιοχή μήπως βρείτε τίποτα, με βάλατε για ύπνο γιατί την επομένη θα τρέχαμε όλοι μαζί για τα διαδικαστικά. Και με νανούριζαν οι φωνές σας. Ύπνος; Ποιος ύπνος; Προσποιούμουν ότι κοιμάμαι, έτρεμα και κρυφογελούσα όταν έσκυβες ελεγκτικά από πάνω μου και με σκέπαζες με το πάπλωμα. Γατί πούστικο. Κάπου τότε αρχίσατε να ταυτίζεστε στη συνείδησή μου ως "οι άντρες μου". Κάπου τότε γνώρισα τα όρια του αυτοελέγχου μου, αφού κάθε στιγμή συγκρατούσα με κόπο τα χέρια μου που ήθελαν να σ΄ αγκαλιάσουν.

    Λίγο καιρό μετά, σε μια ιδιαίτερη στιγμή μας, καρφώθηκα στο βλέμμα σου κι ένα μαγικό διακοπτάκι στην άκρη του μυαλού μου γύρισε ακαριαία στο κλικ της παραδοχής. Δεν θα έκανες ποτέ όσα θα ήθελα από σένα και δεν θα γινόμουν ποτέ αυτό που θα άντεχες. Ζητούσαμε τόσο διαφορετικά πράγματα ο ένας απ' τον άλλο, απ' τους εαυτούς μας... Και η αγάπη ημερεύει, γλυκαίνει έναν έρωτα που κατασπαράζει το μέσα σου. Έτσι πίστευα. Χα. Χα. ΧΑ.

    Το καλοκαίρι οι άντρες μου ανεβήκατε στο Πήλιο παρέα, στο άτιμο το κάστρο μου. Αυτό το ρημαδομέρος τα φταίει όλα. Πάνω που νόμιζα πως όλα είχαν βρει το φιλικό ρυθμό τους, τα χαστούκια ήταν τόσο ανεπιτήδευτα πολλά και τόσο ήρεμα απότομα... Κοιμόμασταν στο παλιό κρεβάτι των γονιών μου, στο μοναδικό σπίτι που είχα καλές αναμνήσεις απ' τους δυο τους ως ζευγάρι. Πηγαίναμε βόλτα με τη βάρκα και σας έταζα ψαρέματα, αλλά έβλεπα πώς με κοιτούσες και σκεφτόμουν πως και χταπόδι να τυλιγόταν στο κεφάλι μου δεν θα καταλάβαινα τίποτα. Σας καθάριζα το ψάρι και με πείραζες, με παίνευες πως το 'χω με τα τοστ. Ναι, ειδικά το βραστό νερό είναι η σπεσιαλιτέ μου, ήθελα να σου πω, αλλά ο συντονισμός γλώσσας και μυαλού είχε κοπεί από αδικαιολόγητες... Έπαιζες μπάλα με τον μικρό της Μαριλένας και σε κοίταζε όπως κοιτούσε εμένα, αυτός ο τέλειος, αχόρταγος παιδικός θαυμασμός. Και φυσικά, η ίδια η Μαριλένα, που συνήθως τσακωνόμασταν γιατί ανέκαθεν πίστευε πως θα συννενοούμουν μόνο με κάποιον που μου ρίχνει μια δεκαριά χρόνια, ξαφνικά κουνούσε την ουρά της σαν κουτάβι. "Αυτός είναι. Ναι ναι, ΑΥΤΟΣ είναι." Το πρωί που ξύπνησα, βγήκα στην αυλή και το πρώτο πράγμα που είδα ήταν τα δυο αγαπημένα μου ζευγάρια πράσινα μάτια να ζυγιάζονται. "Αμάν πια κύριε Χρήστο το ζάρι σας! Τώρα καταλαβαίνω από που πήρε..." Δεν μίλησα, πήγα να φτιάξω καφέ κι έβαλα το κεφάλι κάτω απ' τη βρύση. Απανωτά καρέ. Μπαμ, μπουμ, μπαμ... Συνεχώς προσπαθούσα να καταλάβω αν ονειρεύομαι. Και μια αγκαλιά στην αιώρα, με μοναδικό φως τον πιο υπέροχο έναστρο ουρανό που έχω αντικρίσει ποτέ από πάνω μας. Πόσο ν' αντέξω πια; Πόση αστερόσκονη χωράει σε μια νύχτα;...
   Ήταν αναμενόμενο πως τα πυροτεχνήματα θα έσβηναν με μια αδέξια παρεξήγηση. Και οι δυο ξέραμε πως ο κολλητός μας ήταν ο τύπος που δεν ήθελες να νευριάσεις. Το πιο σιωπηλό ταξίδι επιστροφής, εσείς αμίλητοι μπροστά κι εγώ ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα, με το βλέμμα στυλωμένο στην οροφή για να μην με δείτε βουρκωμένη. Ήρεμο το σάουντρακ της αμηχανίας, μέχρι τη στιγμή που δυνάμωσες αισθητά την ένταση, χωρίς να μου ρίξεις μισό βλέμμα.
"Είσαι νεράιδα της αυγής, η πιο όμορφη όλης της γης..."
Μου κόπηκαν τα μυξοκλάματα μαχαίρι.

    Συζητήσεις επί συζητήσεων, πάντα σε τριπλέτα και καθόλου στο επιζητούμενο ντουέτο. Αλτρουιστικά, ειλικρινή "όχι Ιάσονα, εγώ φταίω" κι απ' τους δυο μας. Τα μπινελίκια σας όταν πρωτομίλησα για την κατάθλιψη της οποίας δεν άφησα να γίνετε θεατές. Και η παραχώρηση που δεν έκανα ποτέ ξανά και για κανέναν: Να με φωνάζετε με το οικογενειακό μου χαιδευτικό. Είχες καταλάβει πολύ καλά, γι' αυτό το χρησιμοποιούσες (και το χρησιμοποιείς ακόμη) καμαρωτά σε κάθε ευκαιρία.
"Πώς είσαι Γκόγκο μου;"
Μιας και το ανέφερα, φυσικά οι οικογενειακές αντιδράσεις δεν βοηθούσαν ιδιαίτερα.
-Τι κάνει ο μοναχικός καουμπόυ; με τον απαραίτητο σαρκασμό επίγνωσης η Βασούλα.
- Καλέ, αυτό το παιδί με τα πράσινα ματάκια πρέπει να 'ναι πολύ ερωτευμένο μαζί σου... Δεν βλέπεις πως σε κοιτάει;
-Αγγελική... ΣΚΑΣΕ.

Και μετά; Τι συνέβη μετά;
Η πολυπόθητη κουβέντα δεν έγινε ποτέ. Και προχωρήσαμε τις ζωές μας με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνει πλέον απαγορευτική. Μόνο... Μόνο που μερικές στιγμές το αλκοόλ ήταν κακός συμβουλάτορας.
Εκείνο το βράδυ που πέταξες τη μπλούζα μαζί με τις αναστολές σου, έπιασες το μικρόφωνο και τραγούδησες για πρώτη φορά μπροστά μας.
"Μα τι να πω, στο περιθώριο που ζω φυλακισμένος
το σ’ αγαπώ
μοιάζει με λέξη που τη λέει μεθυσμένος..."

- Ήσουν πολύ όμορφη εκείνο το βράδυ.
(Κι ακόμα χαμογελάω σαν ηλίθια όποτε ακούω το συγκεκριμένο τραγούδι, τη στιγμή που ο υπόλοιπος κόσμος χτυπάει τις ενδοφλέβιες)

One of these days. Σπίτι, ουίσκι και μοναξιές. Με μένα στην άλλη άκρη του msn, όπως παλιά. "Xαίρομαι που είσαι ευτυχισμένη ρε Γκογκάκι..." Κι ένα "Τώρα σε θέλω" στα καπάκια. Συνήθως ο Ρέμος δεν με κάνει να κουτουλάω στον τοίχο, μόνο που εκείνος ο έρμος δίπλα στο γραφείο κόντευε να πάρει το σχήμα του κεφαλιού μου, σαν στένσιλ. Mind games can be so natural... :)

Nομίζω πάντως ότι σε καμιά εκατοστή χρονάκια, καμία άνοια δεν θα μ' έκανε να ξεχάσω την πρώτη και τελευταία φορά που άκουσα τη μαγική φρασούλα απ' τα χείλη σου. Είμασταν στο Μητροπάνο, τον οποίο λάτρευες κι έμαθες κι εμένα να τον εκτιμώ. "Θα σου πω κάτι που δεν ακούς συχνά. Σ' αγαπάω ρε Γεωργία... Πολύ. Και χαίρομαι τόσο που είσαι καλά εκεί που βρίσκεσαι..." Δεν ξέρω πως, αλλά τα επόμενα δευτερόλεπτα έχουμε βρεθεί ταυτόχρονα πάνω στο τραπέζι να χορεύουμε. "Να σου λέω έλα..." Έλα και μην αφήσεις τίποτα όρθιο. Θα μπορούσα να γκρεμίσω το ταβάνι, εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Πετούσα και τα χέρια μου άγγιζαν τον ουρανό.

Ταξίδια, ομαδικό διάβασμα, ταβέρνες, κοινές γιορτές, διακοπές, ούζο με βυσσινάδα, μουντά χειμωνιάτικα απογεύματα με tichu και καφέ. Μικρές και μεγάλες στιγμές ήταν η καθημερινότητά μας, χωρίς "παραβατικές" συμπεριφορές.
Είχα διηγηθεί την ιστορία μας σε επιλεγμένα κι επιλεκτικά αυτιά. Πόσο βαρετό, πόσο ξένο μπορεί να μοιάζει ένα γεγονός μέχρι να το διαπιστώσεις ο ίδιος... Το βράδυ που πρώτα είδα τα γουρλωμένα μάτια των κοριτσιών απέναντί μου και μετά ένιωσα την αύρα σου να με πλησιάζει με ύπουλο, πισώπλατο γλυκό φιλί στο λαιμό. Ή εκείνη τη νύχτα στο beach party, που βουτούσαμε στη θάλασσα κάθε τόσο "για να δροσιστούμε", αλλά η απάντηση - λάβαρο στην έμμεση άρνησή μου ήταν μια δαγκωματιά που άφησε σημάδι για μέρες στον ώμο μου. Και η Πηνελόπη να χιχιρίζει το επόμενο πρωί, ματάκια λαμπερά και χαρούμενα: "Μα μου τα έλεγες, δεν σας είχα δει όμως καθόλου μαζί... Είστε τόοοοσο όμορφοι! Ταιριάζετε τόοοοσο πολύ!"
Κι όταν μίλησα προσφάτως για σένα, σε δυο αντίθετους χαρακτήρες σε διαφορετικές στιγμές, η κοινή αντίδραση ήταν "Γιατί; Γιατί δεν μιλήσατε, γιατί δεν είσαστε ακόμη και τώρα μαζί; ΓΙΑΤΙΙΙΙ;"
Γιατί έπρεπε. Γιατί έτσι είμαστε φτιαγμένοι, και πολύ χαίρομαι γι' αυτό.

    Δεν ήσουν ποτέ ο τύπος του άντρα που θα έκανε κάποια να χλομιάσει απ' την ομορφιά σου. Έχεις όμως μια γοητεία που παραδέχονται ακόμη και οι ομόφυλοί σου, ένα απροσδιόριστο "κάτι" που αποσυντονίζει, μαγεύει, σε υπνωτίζει.
    Ίσως είναι το χιούμορ σου, το μοριακού επιπέδου δείγμα της πνευματικής ευστροφίας. Ή τα λακκάκια στο χαμόγελό σου. Μήπως ο τρόπος που περπατάς; Η βραχνάδα στο γέλιο, ή τα μικροσημάδια στο σώμα σου;
Μεγάλωσα αρκετά για να μην μπορώ να δώσω μια σαφή απάντηση. Αυτό το κάτι, το "μεγάλο μυστικό", ήταν η ενέργεια η οποία σε έκανε να βρεθείς στην άλλη άκρη της Ευρώπης, μ' ένα βαρβάτο μεταπτυχιακό κι υψηλούς στόχους. Καθόσουν προσηλωμένος και διάβαζες, σ' ένα παλιό δωματιάκι που έπρεπε να σκεπάζεις το κρεβάτι για μην λερωθεί όταν μαγείρευες, και φύτρωναν στην πλάτη σου αόρατα φτερά. Την ίδια στιγμή που κάποιοι σαν εμένα κάθονταν στην άπλα τους και περίμεναν απ' τη ζωή να τους δώσει πίσω τα βερεσέδια που τους χρωστούσε, χωρίς να διεκδικούν ούτε τ' απαραίτητα.

    
     Υπάρχει η λανθασμένη αντίληψη πως ένα κοριτσάκι μετονομάζεται σε γυναίκα, τη στιγμή που κάνει έρωτα για πρώτη φορά. Σ' ευχαριστώ που μ' έκανες ν' αντιληφθώ σε πλήρη έκταση το νόημα αυτής της λέξης, με όλο το φάσμα των θετικών κι αρνητικών συνεπειών. Με τις ζήλιες, τις δεύτερες σκέψεις, την θηλυκότητα, την ένταση, το θράσος, τα πηγαία ουσιώδη συναισθήματα. Κάθε φορά που έλιωνα σαν το κερί στην αγκαλιά σου κι ανακάλυπτα κάτι καινούριο σε μένα, τρομακτικό κι υπέροχο ταυτόχρονα.
   
    Σ' ευχαριστώ που απέδειξες στον εαυτό σου πως είσαι ικανός να γυρίσεις το σύμπαν ανάποδα, για να πετύχεις όσα ονειρεύεσαι. Που δεν πρόδωσες ποτέ την εικόνα σου. Εγωιστικό κίνητρο προσωπικής μου επιβεβαίωσης; Μπορεί να γίνει μερικές φορές, αλλά δεν σβήνει τα τόσα μαμαδίσια χαμόγελα περηφάνιας που έχεις χαρίσει γενναιόδωρα.
  
    Σ' ευχαριστώ που μπορώ, μετά από μια δεκαετία, να εκφράζομαι ακόμη όταν επικοινωνούμε με τις πρώτες σκέψεις που μου έρχονται στο μυαλό, αβίαστα και χωρίς παρεξηγήσεις. Που μπορώ να λέω ακόμη "ο Νίκος ΜΟΥ", με το μέλι στην άκρη των χειλιών. Ναι, δικός μου είσαι. Χωρίς ψευδαισθήσεις κτητικότητας ή ερωτικό απωθημένο, παρά μόνο σαν ζωγραφιά πολύτιμη που δεν μπορεί να μου κλέψει κανείς. Οι σχέσεις, τα δράματα και οι σχετικές αηδίες είναι για τους υπόλοιπους, γι αυτούς τους κακομοίρηδες που θα προσπαθώ να εξηγώ τ' ανεξήγητα αν και όταν γίνω νονά για τα πιτσιρίκια σου, ας πούμε... :)
 
    Ίσως πρέπει να σε καταριέμαι που έβαλες τόσο ψηλά τον πήχυ. Ή να πάψω να σκέφτομαι πως σ' ένα παράλληλο σύμπαν, μ' ένα μικρό νεύμα θα σ' ακολουθούσα τρέχοντας, σε όποια γωνίτσα της γης κι αν βρισκόσουν. Δεν μπορώ όμως.
   
    Σ' ευχαριστώ που σε γνώρισα, που είσαι εσύ.

Μα τι είναι όλο αυτό το Άρλεκιν κατεβατό; Βιβλίο γράφεις; Όχι, απλώς φοβάμαι μην ξεχάσω.
Και τι σημαίνει τελικά όλο αυτό;
Φυσικά και είναι η μαγική φρασούλα που δεν άκουσες ποτέ απ' το δικό μου στόμα. Ακόμη κι αν αντήχησε μερικές φορές σε πολύ πιο ανάξια αυτιά απ' τα δικά σου, την έβλεπες κάθε μέρα και την νιώθεις. Εκεί είναι το νόημα νομίζω, τελικά. Στα σιωπηρά, αληθινά συναισθήματα που σε λυτρώνουν απ' την ανάγκη της ομιλίας και των ψεμάτων. Όπως τότε.

"Ήταν μια σπίθα στην αρχή... Και μιας βροχής ψιχάλα..." :)







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου